SHARE THIS

Showing posts with label ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ. Show all posts
Showing posts with label ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ. Show all posts

November 24, 2025

Τα καφενεία στο χωριό κατά τη δεκαετία του 1960.

Τα καφενεία στο χωριό κατά τη δεκαετία του 1960.

09/08/2013


Καφενείο στο χωριό “Αυγή” της Αμαλιάδας κατά τη δεκαετία του 1960. Μάλλον είναι Κυριακή ή κάποια γιορτή και οι κάτοικοι έχουν βάλει τα … καλά τους.

 

Του Νίκου Τσούλια

     Τα καφενεία στο χωριό αποτελούν ίσως τον πιο προβεβλημένο δημόσιο χώρο, έχουν «κατακτήσει» μια έννοια συλλογικού θεσμού, λειτουργούν ως τόποι ολοκλήρωσης της ανθρώπινης επικοινωνίας στο τοπικό επίπεδο, διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο όμορφο σκηνικό που δύσκολα μπορείς να το βρεις αλλού.

     Βέβαια τα καφενεία βαρύνονται και με πολλές αμαρτίες. Είναι αντροκρατούμενα και ίσως να αποτελούν την πιο κραυγαλέα αδικία εις βάρος των γυναικών και ιδιαίτερα των γυναικών των παλιότερων καιρών που η ζωή τους ήταν ζωή απόλυτα συνυφασμένη με τη δουλειά, δουλειά στα χωράφια, δουλειά στο σπίτι και ως ξεκούραση λογιζόταν μόνο η μικρή περίοδος του ύπνου. Επίσης τα καφενεία (κυρίως πράσινα και γαλάζια) αποτέλεσαν για πάρα πολλά χρόνια άντρα κομματοκρατικής μονομέρειας και έκφρασης στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης. Λειτούργησαν ακόμα σε μερικές περιπτώσεις και ως χώροι εξαθλίωσης ανθρώπων και απώλειας περιουσιών, αφού η χαρτοπαιξία λάμβανε διαστάσεις ψυχοπαθολογικής μανίας. Και βέβαια το όλο σκηνικό του καφενείου ήταν πάντα πνιγμένο στην κάπνα υπονομεύοντας την υγεία χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων.

     Αλλά τα αρνητικά σημεία δεν μπορούν να ισοσκελίσουν τις θετικές επιδράσεις που είχαν και έχουν – έστω σε μικρότερο βαθμό σήμερα – τα καφενεία ανά την Ελλάδα. Οι χωρικοί των παλιότερων χρόνων, των χρόνων της φτώχειας και της σκληρής αγροτικής δουλειάς περίμεναν πώς και πώς να τελειώσει η μέρα τους στα χωράφια για να βαδίσουν προς τα καφενεία για να μάθουν τα νέα για την πολιτική ζωή, να πληροφορηθούν για όλους και για όλα τα ζητήματα του χωριού, για να παίξουν την κολιτσίνα τους και κυρίως τη δηλωτή και την πρέφα, για να πιουν το ούζο ή το τσίπουρο και να κουβεντιάσουν για τις δουλειές τους, για τις σοδειές τους, για τις δυσκολίες τους, για τα παιδιά τους, γι’ αυτούς που έχουν πάρει τους δρόμους της μικρής ή της μεγάλης ξενιτιάς μεταναστεύοντας είτε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη είτε στη Γερμανία, στην Αμερική και στην Αυστραλία.

     Εδώ θα γίνουν τα μεγάλα γεγονότα του χωριού με τους πολιτευτές, με τους προέδρους και με τους δημάρχους. Εδώ θα κερνάνε οι εορτάζοντες και θα γίνεται το σχετικό ξεφάντωμα σε αυτοσχέδια φτωχά γλέντια με καμιά κονσέρβα, σαρδέλα και ντομάτα και μπόλικο κρασί και με ακόμα πιο μπόλικη χαρά. Εδώ θα στηθούν γλέντια εκ των ενόντων από ένα απλό ξεκίνημα ενός δημοτικού τραγουδιού. Εδώ θα γίνονται τα πειράγματα άλλοτε καλοπροαίρετα και άλλοτε κακοπροαίρετα οδηγώντας ή σε γενική ευθυμία ή σε άσχημες παρεξηγήσεις. Εδώ θα έβρισκες όποιον συγχωριανό σου ήθελες τις βραδινές ώρες, αργότερα – στα χρόνια της ευμάρειας και του καταναλωτισμού – και τις απογευματινές ώρες, μερικούς δε ακόμα και τις πρωινές ώρες!

     Στα χωριά συνήθως δεν άφηναν τα παιδιά να συχνάζουν είτε γιατί ήταν το γενικότερο παιδαγωγικό κλίμα της εποχής και πάντα υπήρχε το άγρυπνο μάτι του δασκάλου είτε γιατί οι γονείς δεν ήθελαν τα παιδιά να ακούνε τις άσχημες κουβέντες και τις βλαστήμιες που εκτοξεύονταν από αρρωστημένους χαρτοπαίκτες και από αυτούς που έκαναν άσχημο μεθύσι. Τα παιδιά αν έμπαιναν για κάποιο λόγο στο καφενείο, έπρεπε να αποχωρήσουν το ταχύτερο δυνατό γιατί οι άγριες μάλλον παρατηρήσεις θα έπεφταν σύννεφο από χίλιες δυο μεριές.

     Στα μικρά χωριά των ορεινών κυρίως περιοχών τα καφενεία είχαν και έναν μικτό ρόλο, ήταν και καφενεία και μπακάλικα ταυτόχρονα. Εδώ μπορούσες να συναντήσεις μόνο ένα καφενείο με τη σόμπα το χειμώνα να μαζεύει τριγύρω της τους πιο γεροντότερους και τις ιστορίες τους να συναγωνίζονται την κάπνα που έβγαινε από παντού και με τα τραπεζάκια (τα τρίποδα λόγω του μάλλον μη επίπεδου εδάφους τσίγκινα ή τα αυτοσχέδια με αδελφωμένες σανίδες) έξω στην αυλή για να αγναντεύουν καμιά βουνοκορφή ή για να ονειρεύονται πιο ελεύθερα το μικρό βιος τους.

     Τα καφενεία στα νησιά μας έχουν και αυτά το δικό τους χρώμα, το μπλε χρώμα σε πόρτες και παράθυρα, το γραφικό χρώμα της εικόνας των γερόντων με τη μουστάκα βαριά – βαριά και με τη μαγκούρα πάντα στο χέρι να αγναντεύουν οι γερόντοι τη θάλασσα και να γαληνεύει το ταλαιπωρημένο από τα βάσανα της ζωής βλέμμα τους. Οι φωτογραφίες αυτών των καφενείων θα ταξιδεύουν σε χώρες και χώρες διάφορες, με ή χωρίς τουρίστες και τουρίστριες στο κάδρο τους και θα κοσμούν τα μεγάλα κρεμαστά ημερολόγια πριν χρόνια πολλά βγουν τα γυμνά κορμιά της πλαστικοποιημένης ομορφιάς των μοντέλων και διώξουν τις εικόνες των καφενείων από τα ημερολόγια.

     Τα καφενεία αποτέλεσαν – και αποτελούν σε μικρότερο βαθμό σήμερα – σημεία κοινωνικοποίησης των νέων. Δημιούργησαν το καταλληλότερο σκηνικό για τις πολιτικές συζητήσεις, παρά το γεγονός ότι ευδοκίμησαν ακόμα και οι σκληρές αντιπαραθέσεις ειδικά σε περιόδους έντονης κομματοκρατίας, όπου βέβαια έβαλαν και ταμπέλες του «άλφα» ή του «βήτα» κόμματος με αποτέλεσμα να μοιράζονται τα χωριά στη μέση με τον πιο στείρο τρόπο. Αλλά η παρακμή των καφενείων ήλθε με την ερήμωση των χωριών, κυρίως με το φευγιό των νέων αλλά και με την είσοδο της τηλεόρασης που διαμορφώνοντας η ίδια την ιδέα της «μεγάλης εστίας» ανέτρεψε την παραδοσιακή και μάλλον κυκλοτερή κατανομή καρεκλών, τραπεζιών και βλεμμάτων σε μονομερή κατεύθυνση των πάντων προς την εικονική – για τα μέτρα του χωριού – πραγματικότητα.

     Σήμερα τα καφενεία αναμετρώνται με το παρελθόν τους, ζουν με τις αφηγήσεις των τοίχων τους και των ρημαγμένων και πάντα φτωχικών επίπλων τους. Σήμερα συναντιούνται εκεί και οι λιγοστοί παππούδες και οι εξ ίσου λιγοστές γιαγιάδες. Η μοναξιά συνέτριψε τις προκαταλήψεις περί «καφενείων – αντρικών άντρων». Σήμερα τα καφενεία είναι απομεινάρια μιας άλλης εποχής, της εποχής της ελεγχόμενης φτώχειας και της ολιγάρκειας, της εποχής της σκληρής δουλειάς αλλά και της αγάπης για τη δουλειά, της εποχής όπου η πρόοδος ήταν φανερή και είχε νόημα και αξία.


Από χωριό της ορεινής Αρκαδίας


πηγή:

https://anthologio.wordpress.com/2013/08/09/%CE%AF-%CF%8C-24/




ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


September 10, 2025

Τα Παλιά μας καφενεία !

 Τα Παλιά μας καφενεία !

Η ιστορία ενός κόσμου που χάνεται, που χάθηκε. Κι ο κόσμος εκείνος, τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας του, τις έγραψε στους καφενέδες! Εδώ διαδραματίζονταν όλα, από τους ξεσηκωμούς του λαού μέχρι τις εργατικές διεκδικήσεις τους.

Τα παλιά  καφενεία υπήρξαν και ήταν ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού και της παράδοσής μας όχι μόνο στο Καϊμακλί αλλά σε ολόκληρη  την Κύπρο. Δεν αποτελούν υπόθεση γραφικότητας. Πρόκειται  για την αποτύπωση του πολιτισμού μας διά μέσου  αυτών των  γοητευτικών και  πολυλειτουργικών χώρων,  που συγκροτούν ένα κύριο συνδετικό συστατικό του κοινωνικού γίγνεσθαι σε κάθε τόπο μέχρι και σήμερα.

Από τις   πόρτες τα  παράθυρα και τα δάπεδα μέχρι τις επιγραφές τους  τα έπιπλα τα  υλικά, τα χρώματα,  συγκροτούν στην ουσία ατμόσφαιρες οικίες για τους παλιότερους και γοητευτικές για τους νεότερους. Πρόκειται στην ουσία για συγκεκριμένους  κώδικες που παρέμεναν σταθεροί για δεκαετίες και σηματοδοτούσαν  την καθημερινότητα θαμώνων και περαστικών.

Χώρος ζωντανός και πολύβουος, ειδικά τις Κυριακές μετά την λειτουργία, που τα πάντα ήταν εν κινήσει, βαβούρα από τις κουβέντες, τις διαφωνίες των πελατών αλλά και τόπος όπου όλοι απολάμβαναν μερακλίδικο καφέ, λουκούμι, μαχαλεπί, και από το 1938 τη γκαζόζα του  Ουράνιου(είδος αναψυκτικού).

 Καφενεία, που σήμερα άλλα ανακαινίστηκαν και άλλα ξεφτίζουν  στο χρόνο, κρυμμένα σε πλατείες, σοκάκια ή ακόμα ολοφάνερα σε κεντρικότατα σημεία  και που κανείς όμως  νεώτερος  δεν τα υποψιάζεται.

Στο Καϊμακλί υπήρχαν καφενεία από τον καιρό της τουρκοκρατίας.  Με την άφιξη των άγγλων στο νησί οι καϊμακλιώτες  κτίζουν  χώρους, που να είναι λειτουργικοί  για καφενεία, στις πλατείες και τους κύριους δρόμους του χωριού. Διασώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου τα έξι πρώτα καφενεία τα κτήρια των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα. Αυτά ήταν ο «πλάτανος», με καφετζή το Νεοκλή, το καφενείο του Κούσπετρη , του Μάειρα, του Ττοουλή, του Τσαπατή της εκκλησίας (Α.Βαρβάρας) και του Κάσατρου.

Το πρώτο καφενείο «ο πλάτανος» βρίσκεται στην πλατεία του χωριού στη μέση της οποίας υπήρχε  μεγάλος πλάτανος μέχρι το 1985 οπόταν και κάποιοι ανεγκέφαλοι τον απέκοψαν. Είναι στο μέσο της οδού Μακαρίου του Γ΄ (αρ. 96 Α ) και της οδού Λαρίσσης. Το καφενείο είχε αναπαλαιωθεί και μέρος του στέγαζε την Τράπεζα Κύπρου. Σήμερα ξαναλειτουργεί σαν καφενείο με το ιστορικό του όνομα «ο πλάτανος».

Σε απόσταση 200 μέτρων από τον «πλάτανο» και γωνιακό επι των οδών Μακαρίου του Γ  (127) και Βασιλέως Παύλου ήταν το καφενείο του Κούσπετρη (1925-1950). Το κτήριο αναπαλαιώθηκε με την οργανωμένη αναπαλαίωση του παλαιού πυρήνα του Καϊμακλίου από τον Δήμο Λευκωσίας 2011-2013 και σήμερα επαναλειτουργεί σαν καφενείο καφετερία με άλλο όνομα.

Το καφενείο του Μάειρα βρισκόταν 80 μέτρα περίπου πιο κάτω από του Κούσπετρη , πάλι στην οδό Μακαρίου του Γ .

Το καφενείο του Τσαπατή  βρισκόταν στην πλατεία της Αγίας Βαρβάρας  επι της οδού Γρίβα Διγενή και Αγίας Βαρβάρας.  Λίγο πιο κάτω (στη Γρίβα Διγενή) υπήρχε ακόμα ένα καφενείο-ταβέρνα αυτό του Κάσαρτου.

Επόμενο το καφενείο του Ττοουλή  που βρισκόταν σε ένα χαμηλό σπιτάκι, κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου εκεί που χωρίζει η Βασιλέως Παύλου (αρ.39) με την Διογένους.  Σήμερα, μετά την αναπαλαίωση του Δήμου 2011-2013 (και του ιδιοκτήτη)  χρησιμοποιείτε ως  κατοικία. Αυτό το καφενείο του Ττοουλή (Χριστόδουλου Βιολάρη) παρέμενε κλειστό για σχεδόν 40 χρόνια. Ο ιδιοκτήτης του μπροστά από την είσοδο είχε φυτέψει  μια ροδιά, σύμβολο για πολλούς καϊμακλιώτες δύναμης μακροζωίας και ελπίδας. Η ροδιά αυτή παρότι δεν είχε καμιά φροντίδα ρίζωσε και διατηρείτε στη ζωή μέχρι σήμερα δίνοντας στους περαστικούς ελπίδα με το φύλλωμα της τα άνθη της και τους καρπούς της.

ο 1938 προστέθηκε ακόμα ένα καφενείο του Χριστόδουλου Ποντικίδη που ήταν μια γραφική καλύβα και βρισκόταν στο τέρμα της οδού Μακαρίου του Γ και Αγίου Ιλαρίωνος. Ο ιδιοκτήτης του το ονόμασε Βόρειο Πόλο, γιατί ήταν πολύ απομακρυσμένο από το υπόλοιπο χωριό, αλλά και γιατί τους χειμερινούς μήνες φυσούσαν βοριάδες εκεί.  Το όνομα της η περιοχή Βόρειος Πόλος το έχει πάρει από το όνομα αυτού του καφενείου! Αργότερα το καφενείο μεταφέρθηκε απέναντι, στη σημερινή του θέση. Το καφενείο συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα ! Μετά το 1940 έγιναν άλλα έξι νέα καφενεία. Αυτά ήταν του Νιόνιου , του Ζαχαρή( Σήμερα στον ίδιο χώρο λειτουργεί  παραδοσιακό καφενείο με το όνομα «πλατεία»), του Μουχτάρη, το  κέντρον Αμπελόκηποι, το καφενείο «Πρόδρομος» (λειτουργεί μέχρι σήμερα), και το Πάνθεον του Περατόπουλου.

Σήμερα τα σύγχρονα καφενεία διαφέρουν αρκετά από εκείνα τα καφενεία, τόσο στην μορφή όσο και στη λειτουργία. Το παραδοσιακό καφενείο ήταν τότε το κέντρο πολιτισμού του τόπου στον οποίο βρισκόταν, αποτελούσε ένα ζωντανό κύτταρο. Η έκφραση «σε χάσαμε από το καφενείο», σήμαινε ουσιαστικά ότι «σε χάσαμε από την κοινωνική ζωή». Άλλωστε, εκεί έδιναν παραστάσεις οι καραγκιοζοπαίχτες, εκεί γίνονταν οι προεκλογικές ομιλίες, ενώ το τάβλι, τα τυχερά παιχνίδια, το τσιγάρο και η εφημερίδα είχαν πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο. Επίσης στα καφενεία η σιωπηρή απαγόρευση της παρουσίας των γυναικών ήταν ένας απαράβατος άγραφος νόμος. Ακόμη και στις μέρες μας όμως τα λίγα εναπομείναντα παραδοσιακά καφενεία, ιδιαίτερα σε χωριά, είναι ανδροκρατούμενα.

Οι αναφορές των ιστορικών καφενείων είναι από το βιβλίο του Γ.Ν.Καντζηλάρη  «Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του χρόνου».


πηγή:

https://emmanouelphotos.wixsite.com/emmanouel-focus/single-post/2016/09/28/%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%AC-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%B1.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

«Ζαχαράτου»: Το καφενείο που έγινε... κοινοβούλιο!

«Ζαχαράτου»: Το καφενείο που έγινε... κοινοβούλιο!

Από το 1888 μέχρι το 1960 λειτούργησε το καφενείο στην πλατεία Συντάγματος που εξελίχθηκε σε Ακαδημία Πολιτικών Επιστημών


Τον Δεκέμβριο του 1888 ξεκινά στην Πλατεία Συντάγματος το θρυλικό καφενείο  «Ζαχαράτου», που θα γράψει τη δική του αθηναϊκή ιστορία.


Μπόρεσε κι επιβίωσε μέχρι το 1960, ενώ ο Γ. Παπανδρέου το χαρακτήρισε ως «το δεύτερο και πιο ελεύθερο κοινοβούλιο της χώρας»!

Στα εγκαίνια η «Εφημερίς» θα γράψει: «Ανοίγονται αι θύραι του πολυτελούς και μεγάλου εντευκτηρίου, αθρόον δε το κοινόν και ανυπόμονον εισήρχετο εν αυτώ. Η διακόσμησις των αιθουσών συνδυάζουσα μετά της εκτάκτου πολυτελείας περισσήν κομψότητα και φιλοκαλίαν, σημείοι παρ’ ημίν αληθή πρόοδον. Τράπεζαι κομψαί και ανάκλιντρα αναπαυτικότατα, κάτοπτρα εκτάκτου πολυτελείας, βαρύτιμα παραπετάσματα, υπηρεσία ευπρόσωπος και πρόθυμος, σφαιριστήρια αψόγου εντέλειας, πλούτος εφημερίδων, προς τούτοις δε άπλετος φωτισμός, την ημέραν μεν διά μεγάλων υαλωτών θυρών, τη νύκτα δε διά πολυαρίθμων λαμπτήρων αεριόφωτος. Ταύτα πάντα δύνανται να ικανοποιήσωσιν πλήρως και τον μάλλον ιδιότροπον».



Σιγά-σιγά η πελατεία του καφενείου: πολιτικοί, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι διαμόρφωσε το μοναδικό προφίλ του, που μόνο με το καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος» των Οθωνικών χρόνων θα μπορούσε να συγκριθεί. Έτσι τον Μάρτιο του 1928 διαβάζουμε στο «Ελεύθερον Βήμα»:  «Δεν είναι καφενείο αυτό. Είναι η “συνισταμένη” των νεοελληνικών παλμών. Η κλώσσα όλων ανεξαιρέτως των νεοσσών της πολιτικής. Το να περάσης ένα μέρος της ζωής σου στου Ζαχαράτου, είνε η μόνη ασφαλής εγγύησις για την καρριέρα σου. Άμα ο Ζαχαράτος σε αγνοεί, εχάθηκες. Είσαι απών από την πραγματικότητα και η τυχόν αξία σου προώρισται να παραγνωρισθή οικτρώς, διότι εκεί είνε ο στίβος που θα δοκιμασθής, που θα κριθής και από κει θα ξεκινήσης για να λάβης χαρτοφυλάκιο. Άπαξ σου δώση το δίπλωμα, χωρείς ακατάσχετος προς την κυβέρνησιν. Ετελείωσε. Είνε το φυτώριο των επισήμων θέσεων, ο προθάλαμος των εξουσιών. Ανωτάτη έδρα πολιτικών επιστημών!».

Σας έχω σήμερα μια ζωντανή περιγραφή, όπως την έζησε το 1936 ο νεαρός τότε συνεργάτης της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα» Δημήτρης Ψαθάς:
«Ένα τραπεζάκι και ολόγυρα ένα μούσι, ένα μονόκλ, ένας τέως υπουργός, ένας τέως στρατηγός, ένας τέως βουλευτής, ένας ναύαρχος εν αποστρατεία. Πολλαπλασιάσατε την παρέα επί πέντε, επί δέκα, επί είκοσι και θα έχετε είκοσι τραπεζάκια ή αν θέλετε τριάντα.
-Γκαρσόν!
-Διαταγάς.
-Βαρύ και όχι
Το γκαρσόνι έχει συνήθως την εμφάνησιν μέλους του συμβουλίου επικρατείας, του ελεγκτικού συνεδρίου ή συνηθέστερα την εμβρίθειαν τμηματάρχου που ετοιμάζεται να εισηγηθή και να υπογράψη. Ο κ. τέως υπουργός δεν πρόκειται να επιβαρύνη τον προϋπολογισμόν του κράτους με καμμίαν πολυέξοδον παραγγελίαν, όπως εις τας ευκλεείς ημέρας της δόξης του. Περιορίζεται σ’ ένα βαρύ-γλυκόν. Ο τέως στρατηγός δεν θα διατάξη επιφυλακήν, ούτε στρατιωτικήν προέλασιν. Επιφυλακήν των μπρικιών να μη δεχθούν ίχνος ζαχάρεως στον «σκέτο» του επιθυμεί και αρκείται από παλαιάν συνήθειαν σε μια νευρική σύσταση.
-Γρήγορα!
-Αμέσως στρατηγέ.
-Χωρίς ελιγμούς.
-Μάλιστα, στρατηγέ.
Τρείς «τέως» και δύο «εν αποστρατεία», πολλαπλασιαζόμενοι επί πέντε, επί δέκα, επί είκοσι, να η πελατεία του Ζαχαράτου.



Η παραγγελία αποτελεί παρένθεσιν σε όλα τα τραπεζάκια. Η συζήτησις είνε η ουσία. Ξαναρχίζει λοιπόν από το σημείον της διακοπής της, πότε έντονος, πότε ήρεμος, πότε νευρική, πότε θυελλώδης, πότε μυστηριακή, με βοηθητικές χειρονομίες, επεξηγηματικά, κλεισίματα ματιών, χτυπήματα χεριών, υπονοούμενα, διφορούμενα, εξυπακουόμενα, υποτιθέμενα, συμπεραινόμενα, προκύπτοντα, αποκλειόμενα, για να επεκταθή σε όλα τα γεγονότα και όλες τις ειδήσεις της ημέρας πού θα περάσουν ασφαλώς από την εξονυχιστικήν διάθεσιν της κριτικής του τραπεζιού.
-Νομίζω, στρατηγέ μου…
-Δεν είνε έτσι, φίλε μου, διότι…
-Μα δεν είνε δυνατόν αυτό, για προσέξτε…
-Μια στιγμή, παρακαλώ.
-Σας παρακαλώ.
-Σας παρακαλώ, ένα λεπτό…
Και… καλά ξημερώματα…



Το λένε καφενείον. Αδικία. Η πελατεία του, του δίδει δικαίωμα άλλου χαρακτηρισμού δικαιοτέρου. Ο τίτλος της ακαδημίας πολιτικών επιστημών θα ήταν ο μόνος που θα εταίριαζε στου Ζαχαράτου. Γιατί δεν πηγαίνει εκεί ο οποιοσδήποτε. Η πελατεία είνε ωρισμένη. Ούτε κάθεται κανείς οπουδήποτε. Οι θέσεις είνε ωρισμένες. Ο στρατηγός θα κάτση εκεί, ο κ. τέως υπουργός θα κάτση παρά πέρα, ο κ. καθηγητής θα πιάση την γωνίτσα του, ο ναύαρχος, ο συγγραφεύς, ο νομάρχης, ο τμηματάρχης, ο πλοίαρχος, η ατελείωτη σειρά των «τέως» που αποτελεί το απόθεμα των διανοητικών δυνάμεων του έθνους, έχουν τα τραπεζάκια τους όπως σε ένα σώμα που λειτουργεί κακονικά.

Είπαν του Ζαχαράτου ακόμη γερουσίαν! Όχι δα! Τι ήταν η γερουσία; Ένα σώμα νομοθετικόν πού ημπορεί να ιδρυθή και να καταργηθή κατά τις περιστάσεις. Φθαρτή υπόθεσις. Ζήτημα κυβερνητικής αντιλήψεως που περιλαμβάνεται σε μίαν συνταγματικήν διάταξιν. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. 



Του Ζαχαράτου όμως αποτελεί σώμα ιδιόρρυθμον, καθαρώς ελληνικόν πού πηγάζει από τα βάθη της πολιτικολογικής ιδιοσυγκρασίας του Έλληνος, όπως πηγάζει ο καφές από το μπρίκι. Δεν μπορεί να περιληφθή τόσον εύκολα σε ένα χαρακτηρισμόν, να υποβληθή εις συγκρίσεις και παραλληλισμούς. Η αρμοδιότης του βγαίνει από τα καθιερωμένα όρια των σωμάτων του είδους. Μάλλον δεν έχει όρια καθώς υψώνεται εις το επίπεδον παναρμοδιότητος. Η αποστολή του είνε πολύπλοκη, συμβουλευτική, εισηγητική, νομοθετική αλλά προ παντός πληροφοριακή.
Η ενδιαφέρουσα είδησις εκεί θα φθάση πρώτα. Μυστηριώδης, γεμάτος πληροφορίας «εξ ασφαλούς πηγής» θα μπή ο κ. τέως πού διατηρεί πάντα άμεσον επαφήν με την πολιτικήν ζωήν, και θα πάρη την θέσιν του στο τραπεζάκι.
-Λοιπόν; Τι μαθαίνεις;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
-Μπά; Τι λές αδελφέ;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
-Δεν είνε δυνατόν. Για στάσου… από πού τώμαθες;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
Πότε αναλαμβάνεις;
-Ψί-ψί-ψί. Γκαρσόν, ένα γλυκύ βραστόν…
Σώμα λοιπόν πολυσχιδούς αρμοδιότητος είνε του Ζαχαράτου. Αν ξεφυλλίσετε την ζωντανήν ιστορίαν του θα δήτε να ξεκινούν στο παρελθόν από εκεί οι επιβλητικοί θαμώνες του για τα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας. Να αφήνουν το φλυτζάνι για να πιάσουν τα ηνία του κράτους. Να σταματούν την συζήτησιν στο τραπεζάκι για να την συνεχίσουν στο βήμα της Βουλής.

Ήταν κοντά στα άλλα το καφενείον του Ζαχαράτου το απόθεμα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Θα την λησμονήση αυτήν την υπηρεσίαν του η ιστορία;»


Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com







ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


September 09, 2025

Μια ιστορία για τα καφενεία...


Μια ιστορία για τα καφενεία...  


Από τα καφενεία στα χωριά μόνο καλές αναμνήσεις έχουμε... Ως παιδιά πάντα κάποιος βρισκόταν να μας τρατάρει μια λεμονάδα ή ένα υποβρύχιο... Στην πρώτη μας νιότη απολαμβάναμε όσο τίποτα το βαρύ γλυκό μας συνοδευόμενο από "παλιομοδίτικο" γλυκό κυδώνι και ένα ποτήρι παγωμένο νερό... Σήμερα είναι η χαρά μας να συναντήσουμε ανοιχτό ένα καφενείο από τα παλιά... Ένα καφενείο που να μην έχει εκσυγχρονιστεί, να μη διαθέτει εξευγενισμένα εδέσματα, ούτε ασορτί ποτήρια και πιατάκια... Ένα καφενείο που να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μπακάλικο και θα βγάζει για μεζέ με τη ρακή μας μόνο το βρισκούμενο: Δυό παξιμάδια, μερικές ελιές, ένα κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, μια ντομάτα, άντε και κανένα βραστό αυγό, σερβιρισμένο με λάδι και ξύδι... Αυτά μας αρέσουν, αυτά μας λείπουν, κι αυτά θυμηθήκαμε όταν διαβάσαμε ένα υπέροχο κείμενο της Πόπης Σπανάκη, για τα καφενεία του παρελθόντος... Το κείμενο συνοδεύει μια ιστορική φωτογραφία, τραβηγμένη αρχές της δεκαετίας του '90 στο καφενείο της αδερφής της στο Οροπέδιο Λασιθίου. 

Συγκεκριμένα στο χωριό Άγιος Χαράλαμπος ή (πρώην) Γεροντομουρι (όπως της αρέσει να το λέει), το οποίο βρίσκεται μεταξύ Πλάτης και Κάτω Μετοχιου όταν είχαν βρεθεί εκεί κάποιοι τουρίστες, οι οποίοι διακρίνονται στη φωτογραφία. Μπορούμε να δούμε την αδερφή της κ. Σπανάκη, με σταυρωμένα χέρια, καθιστή, περίπου στη μέση της φωτογραφίας. Ο αγαπημένος της σύζυγος, ο Γιάννης ο καφετζής, που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, είναι όρθιος με το τσιγάρο πίσω της και αριστερά. Η ιστορία της κ. Πόπης για το καφενείο τους... Με αφορμή αυτή την ωραία φωτογραφία, στο καφενείο που δυστυχώς δε λειτουργεί πια, η Πόπη Σπανάκη αναφέρει: "Κάποτε, σε κάθε χωριό υπήρχανε απαραιτήτως και τα καφενεία ντου. Και δυό και τρία και τέσσερα ή περισσότερα, ανάλογα με τσι κατοίκους του. Ήτανε οι αγαπημένοι χώροι όλων των συχωριανών, τα στέκια και ο τόπος συνάντησης ολωνών... Ήτανε ο χώροι για το πρωϊνό καφέ ή το τσάι πρίν από το χωράφι, για τη βραδινή γαζόζα της χαλάρωσης μετά την επιστροφή. Για τη κολιτσίνα τσι Κυριακές και τσι σκόλες, το γλέντι στα πανηγύρια του χωριού, με το καθιερωμένο κέρασμα: Το λουκούμι στο νερό μέσα στο ποτήρι, τη κανελάδα ή τη φλόκα. Για να αγοράσουνε τη ζάχαρη, τα ζυμαρικά και κάθε χρειαζούμενο για το σπίτι. Για να πάρουνε τη σύνταξη και την αλληλογραφία από τα χέρια του ταχυδρόμου, για να δούνε τις ειδήσεις από τη τηλεόραση, να κουβεντιάσουνε και να περάσει η ώρα μπροστά στη ξυλόσομπα, τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες.

Σε κάθε περίπτωση, το καφενείο ήτανε ένας αγαπημένος χώρος, ο χώρος με μεγάλη καθημερινή επισκεψιμότητα. Τώρα πιά δεν υπάρχουνε καφενεία στα χωριά και αυτά που υπάρχουνε άδεια είναι. Κλείσανε ή ερημώσανε, αφού δεν υπάρχουνε πιά αθρώποι στα χωριά. 

Κάποτε είχαμε κι εμείς καφενείο στο δικό μας χωριό. Καφετζίνα η αδερφή μου η Μαρία, μαζί με τον αγαπημένο της Γιάννη. Άπειρες ο αναμνήσεις μου από το ντουκιάνι μας, όπως το λέγαμε. Δεκάδες γλέντια στα πανηγύρια, στέκι αγαπημένο του μπαμπά και της μητέρας, αμέτρητες βεγγέρες των συχωριανών, γύρω από τη στρογγυλή ξυλόσομπα. Στη φωτογραφία, που έβγαλαν και έστειλαν τουρίστες περαστικοί-φιλοξενούμενοι, του πάντα φιλόξενου Γιάννη και της αδερφής μου, διακρίνεται η μητέρα και ο μπαμπάς μου, η αδερφή μου η Μαρία και ο αγαπημένος της Γιάννης, συχωριανοί και τα μέλη της παρέας των τουριστών». www.voltarakia.gr Φωτογραφία: Πόπη Σπανάκη


Αναπαραγωγή, ολική ή μερική, επιτρέπεται μόνο με ενεργό link προς την αρχική δημοσίευση και αναγραφή της πηγής www.voltarakia.gr







ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


September 07, 2025

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό

 Σύνταξη

Τι σημαίνει να λειτουργεί το κέντρο της κοινωνικής ζωής σε ένα χωριό, δηλαδή το καφενείο;

Όσοι δεν γνωρίζουν τους μακρούς χειμώνες και την ερημιά του τόπου αδυνατούν να κατανοήσουν τι σηματοδοτεί μια διέξοδος για έναν καφέ  ή ένα τσίπουρο, με παρέα. Διαφορετικά η ζωή κυλά μέσα στο σπίτι μονότονα και σιωπηλά.

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό


Ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Μάκης Νασιάδης, επισκέφτηκε το Κοσμάτι Γρεβενών, όπου η ζωή βρίσκει μια εστία θαλπωρής στο καφενείο.  

Η Ντίνα Γκουντρομίχου, η ιδιοκτήτρια, αποφάσισε μαζί με τον σύζυγό της να επιστρέψουν στο χωριό και να επαναλειτουργήσουν το καφενείο, που είχε κλείσει προ ετών.

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό


Οι πελάτες όπως λέει η κ. Γκουντρομίχου, είναι μετρημένοι στα δάκτυλα. Κυρίως άνθρωποι που έχουν περάσει το 70ο έτος της ηλικίας. Οι νέοι έχουν φύγει προ πολλού και έμειναν κάποιοι ηλικιωμένοι που θέλουν να ακούν την καμπάνα της εκκλησίας και να συναντούν τους παλιούς γνωστούς συγχωριανούς τους.

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό


Πέντε – έξι οι μόνιμοι θαμώνες στην «Γωνιά της Ντίνας», βρίσκουν την θαλπωρή της συντροφιάς και της επικοινωνίας, που για αυτούς έχει ιδιαίτερη σημασία.

Ένα άδειο χωριό που πήρε ζωή και όπως λέει ένας κάτοικος, αποφάσισαν να εκλέξουν τον σύζυγο της κ. Γκουντρομίχου πρόεδρο της κοινότητας, προκειμένου να μην εγκαταλείψουν το χωριό.

Η λειτουργία του καφενείου δίνει ξανά ζωή στο χωριό


Το ζεύγος δείχνει αποφασισμένο να μείνει στο Κοσμάτι, παρά τις αντιξοότητες της καθημερινότητας και να προσφέρει έναν καφέ, που στην ελληνική νοοτροπία αντιπροσωπεύει την παρέα, τον φίλο και έναν συνομιλητή.   

πηγή:

https://www.ertnews.gr/ert3/i-leitourgia-tou-kafeneiou-dinei-ksana-zoi-sto-xorio/#:~:text=%CE%A4%CE%B9%20%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9%20%CE%BD%CE%B1%20%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B




ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

Το πιο παλιό καφενείο της Ελλάδας άνοιξε το 1785 και δεν έκλεισε ποτέ

Το πιο παλιό καφενείο της Ελλάδας άνοιξε το 1785 και δεν έκλεισε ποτέ
 

Σε υψόμετρο 310 μέτρων με άπλετη θέα προς τον Παγασητικό κόλπο , στην κορυφογραμμή του Νότιου Πηλίου, βρίσκεται το αρχοντοχώρι του Νοτίου Πηλίου Λαύκος.

Πρόκειται για ένα πανέμορφο χωριό, με εντυπωσιακή μεγάλη πλατεία, πετρόκτιστες βρύσες και πλακόστρωτα καλντερίμια μέσα από τα οποία ο επισκέπτης μπορεί να ανακαλύψει γνήσια πηλιορείτικα αρχόντικα.

Περπατώντας στις ανθισμένες γειτονιές του χωριού, οι όμορφες μυρωδιές από τις αυλές των σπιτιών και των βοτάνων που ευδοκιμούν σε κάθε γωνιά του Λαύκου αλλά και όλου του Πήλιου, είναι η πιο όμορφη ανάμνηση που θα θυμάσαι για πάντα.

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν πολλές εκδοχές και απόψεις, η επικρατέστερη όλων όμως αναφέρει πως προέρχεται από την λέξη “γλαύκος” που σημαίνει καθαρός, φωτεινός, όπως άλλωστε και ο ορίζοντας του Λαύκου.

Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι αρχικά εγκαταστάθηκαν στην ρεματιά της Παλιόβρυσης, φοβούμενοι τους επιδρομείς (Τούρκους και πειρατές). Στην συνέχεια, καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι συνθήκες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο παρουσίαζαν βελτίωση, άρχισαν να αυξάνονται οι κάτοικοι του χωριού.

Πανέμορφα αρχοντικά ξεπρόβαλαν από κάθε σημείο του χωριού, τα οποία διατηρούνται με μικρές επεμβάσεις μέχρι και σήμερα. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η πλατεία με τα γιγάντια σκιερά πλατάνια και τα μαγαζάκια.

Ανάμεσα σε αυτά βρίσκεται και το καφενείο του Φορλίδα, το παλιότερο (σύμφωνα με το greekgastronomyguide) καφενείο της Ελλάδας. Σκοτεινό, αλλά με περίεργες ζώνες φωτός από τα μικρά παράθυρα, ένα δάπεδο από παλιά τσιμεντοκονία, στους τοίχους στρώσεις αλλεπάλληλες λουλακιού και ένα ταβάνι που αντέχει με κόπο το βάρος της ιστορίας τόσων χρόνων.

Το καφενείο που άνοιξε το 1785 και από τότε δεν έκλεισε ποτέ, υπήρξε κουρείο και καφενείο μαζί στο παρελθόν. Την εποχή που ο επάνω όροφος λειτουργούσε σαν χάνι, είχε φιλοξενήσει τον Παπαδιαμάντη ντυμένο καλογερόπαιδο, αλλά και τον Βάρναλη όταν ήταν λυκειάρχης στη γειτονική Αργαλαστή. Παλιές ψάθινες καρέκλες, τραπεζάκια με μάρμαρα Πηλίου και στη μέση η ξυλόσομπα.

“To μαγαζί έχει την ιστορία του. Στην γωνία στο βάθος έπινε το κρασάκι του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το «καλογεροπαίδι» όπως τον έλεγαν, όταν ερχόμενος από την Σκιάθο, αποβιβαζόταν στον Πλατανιά, διανυκτέρευε στο Χάνι που βρίσκονταν στον όροφο του καφενέ και από κεί με τα πόδια έφθανε στην Μηλίνα, όπου τον παρελάμβανε το καΐκι για τον Βόλο. Μέχρι το 1960 η σύνδεσή μας με τον Βόλο γινόταν μέσω θαλάσσης. Σύχναζαν και άλλες προσωπικότητες στον καφενέ μας.

Ο Βάρναλης που ήταν γυμνασιάρχης στην Αργαλαστή, αλλά και ο Δερμούζος διευθυντής στο Παρθεναγωγείο Βόλου», λέει ο τωρινός ιδιοκτήτης ο κυρ Μανώλης, η έβδομη γενιά Φορλίδων. Το καλοκαίρι ο πάντα ευγενικός και χαμογελαστός κύριος Μανώλης σερβίρει καφέ και αναψυκτικό κάτω από τα 9 πλατάνια της πλατείας και τον χειμώνα εντός του καφενείου, γύρω από την ξυλόσομπα, με τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους να σε ταξιδεύουν στο παρελθόν.

πηγή : tilestwra.com

https://erotokritos.gr/2726/pio-palio-kafenio-tis-elladas-anixe-1785-ke-den-eklise-pote/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.