Μια ιστορία για τα καφενεία... |
Από τα καφενεία στα χωριά μόνο καλές αναμνήσεις έχουμε... Ως παιδιά πάντα κάποιος βρισκόταν να μας τρατάρει μια λεμονάδα ή ένα υποβρύχιο... Στην πρώτη μας νιότη απολαμβάναμε όσο τίποτα το βαρύ γλυκό μας συνοδευόμενο από "παλιομοδίτικο" γλυκό κυδώνι και ένα ποτήρι παγωμένο νερό... Σήμερα είναι η χαρά μας να συναντήσουμε ανοιχτό ένα καφενείο από τα παλιά... Ένα καφενείο που να μην έχει εκσυγχρονιστεί, να μη διαθέτει εξευγενισμένα εδέσματα, ούτε ασορτί ποτήρια και πιατάκια... Ένα καφενείο που να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μπακάλικο και θα βγάζει για μεζέ με τη ρακή μας μόνο το βρισκούμενο: Δυό παξιμάδια, μερικές ελιές, ένα κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, μια ντομάτα, άντε και κανένα βραστό αυγό, σερβιρισμένο με λάδι και ξύδι... Αυτά μας αρέσουν, αυτά μας λείπουν, κι αυτά θυμηθήκαμε όταν διαβάσαμε ένα υπέροχο κείμενο της Πόπης Σπανάκη, για τα καφενεία του παρελθόντος... Το κείμενο συνοδεύει μια ιστορική φωτογραφία, τραβηγμένη αρχές της δεκαετίας του '90 στο καφενείο της αδερφής της στο Οροπέδιο Λασιθίου.
Συγκεκριμένα στο χωριό Άγιος Χαράλαμπος ή (πρώην) Γεροντομουρι (όπως της αρέσει να το λέει), το οποίο βρίσκεται μεταξύ Πλάτης και Κάτω Μετοχιου όταν είχαν βρεθεί εκεί κάποιοι τουρίστες, οι οποίοι διακρίνονται στη φωτογραφία. Μπορούμε να δούμε την αδερφή της κ. Σπανάκη, με σταυρωμένα χέρια, καθιστή, περίπου στη μέση της φωτογραφίας. Ο αγαπημένος της σύζυγος, ο Γιάννης ο καφετζής, που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, είναι όρθιος με το τσιγάρο πίσω της και αριστερά. Η ιστορία της κ. Πόπης για το καφενείο τους... Με αφορμή αυτή την ωραία φωτογραφία, στο καφενείο που δυστυχώς δε λειτουργεί πια, η Πόπη Σπανάκη αναφέρει: "Κάποτε, σε κάθε χωριό υπήρχανε απαραιτήτως και τα καφενεία ντου. Και δυό και τρία και τέσσερα ή περισσότερα, ανάλογα με τσι κατοίκους του. Ήτανε οι αγαπημένοι χώροι όλων των συχωριανών, τα στέκια και ο τόπος συνάντησης ολωνών... Ήτανε ο χώροι για το πρωϊνό καφέ ή το τσάι πρίν από το χωράφι, για τη βραδινή γαζόζα της χαλάρωσης μετά την επιστροφή. Για τη κολιτσίνα τσι Κυριακές και τσι σκόλες, το γλέντι στα πανηγύρια του χωριού, με το καθιερωμένο κέρασμα: Το λουκούμι στο νερό μέσα στο ποτήρι, τη κανελάδα ή τη φλόκα. Για να αγοράσουνε τη ζάχαρη, τα ζυμαρικά και κάθε χρειαζούμενο για το σπίτι. Για να πάρουνε τη σύνταξη και την αλληλογραφία από τα χέρια του ταχυδρόμου, για να δούνε τις ειδήσεις από τη τηλεόραση, να κουβεντιάσουνε και να περάσει η ώρα μπροστά στη ξυλόσομπα, τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες.
Σε κάθε περίπτωση, το καφενείο ήτανε ένας αγαπημένος χώρος, ο χώρος με μεγάλη καθημερινή επισκεψιμότητα. Τώρα πιά δεν υπάρχουνε καφενεία στα χωριά και αυτά που υπάρχουνε άδεια είναι. Κλείσανε ή ερημώσανε, αφού δεν υπάρχουνε πιά αθρώποι στα χωριά.
Κάποτε είχαμε κι εμείς καφενείο στο δικό μας χωριό. Καφετζίνα η αδερφή μου η Μαρία, μαζί με τον αγαπημένο της Γιάννη. Άπειρες ο αναμνήσεις μου από το ντουκιάνι μας, όπως το λέγαμε. Δεκάδες γλέντια στα πανηγύρια, στέκι αγαπημένο του μπαμπά και της μητέρας, αμέτρητες βεγγέρες των συχωριανών, γύρω από τη στρογγυλή ξυλόσομπα. Στη φωτογραφία, που έβγαλαν και έστειλαν τουρίστες περαστικοί-φιλοξενούμενοι, του πάντα φιλόξενου Γιάννη και της αδερφής μου, διακρίνεται η μητέρα και ο μπαμπάς μου, η αδερφή μου η Μαρία και ο αγαπημένος της Γιάννης, συχωριανοί και τα μέλη της παρέας των τουριστών». www.voltarakia.gr Φωτογραφία: Πόπη Σπανάκη
Αναπαραγωγή, ολική ή μερική, επιτρέπεται μόνο με ενεργό link προς την αρχική δημοσίευση και αναγραφή της πηγής www.voltarakia.gr