SHARE THIS

September 09, 2025

Καρπενήσι: Η μικρή Ελβετία της Στερεάς Ελλάδα

«Καρπενήσι. Έργο του Χαράλαμπου Καμπιτσόπουλου (1959).
Καρπενήσι: Η μικρή Ελβετία της Στερεάς Ελλάδα

Με γραφικά σπιτάκια χτισμένα σε κατάφυτες πλαγιές

 Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

«Όποιος δεν επεσκέφθη το Καρπενήσι αγνοεί τι θα πει τρισευχάριστος Ελληνικός παραθερισμός», έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Νικόλαος Πυρρής[1]. Του οφείλουμε θαυμάσιες περιγραφές των τόπων της πατρίδας μας και ακόμη περισσότερο των περιοχών που επέλεγαν, εκείνη την εποχή, για τις διακοπές τους συμπατριώτες μας. Επισήμαινε πως το Καρπενήσι ήταν η ομορφότερη ορεινή διαμονή της Στερεάς Ελλάδας, με το Μεγάλο Χωριό, το Μικρό και τα άλλα χωριά της Ποταμιάς. Υγιεινό κλίμα, με άφθονα πεντακάθαρα νερά σε μια εποχή που θέριζε η ελονοσία. Φάνταζε το Καρπενήσι σα να έβγαινε από εικόνες παραμυθιού. Με γραφικά σπίτια κτισμένα σε κατάφυτες πλαγιές και την κεντρική πλατεία να διαθέτει ήδη μικρά αλλά άνετα ξενοδοχεία.

Εξάλλου εύκολα έβρισκε σπίτι, όποιος ήθελε να νοικιάσει, ενώ υπήρχε τακτική συγκοινωνία με τη Λαμία. Εκείνοι που αποφάσιζαν να πάνε από την Αθήνα στο Καρπενήσι ξεκινούσαν με το τρένο το πρωί από το καμίνι των Αθηνών και το απόγευμα βρίσκονταν στις υπώρειες του Τυμφρηστού. Το πρωί καφέ στην πρωτεύουσα και το απόγευμα στα δροσερά πλατάνια του Καρπενησιού! Προνόμιο είχε όμως από τότε η Ευρυτανία το καλό φαγητό. Κρέατα, πουλερικά, λαχανικά, γαλακτοκομικά και φρούτα από το Βελούχι. Τα φασόλια της περιοχής ήταν από τα πιο φημισμένα προϊόντα της, όπως εξάλλου και τα νερά της. Μπορεί να είναι ορεινό το Καρπενήσι αλλά με πολλούς ομαλούς περιπάτους στα περίχωρά του.

Καρπενήσι (1930).

Η γραφική κοιλάδα του βατή στους περιπατητές. Στην ολόδροση τοποθεσία Πλατάνια διημέρευαν οι περισσότερες οικογένειες από τη Λαμία που επέλεγαν το Καρπενήσι για τις διακοπές τους. Οι βρύσες της κωμόπολης αποτελούσαν στοιχεία της παράδοσης και μοναδικούς θησαυρούς. Οι περισσότεροι έσπευδαν να αντικρύσουν και τη γιγαντιαία λεύκα που σκίαζε την πηγή του Σωρού και θεωρούνταν η μεγαλύτερη της χώρας. Γύρω της κήποι σπιτιών με ποικιλίες ακμαίων οπωροφόρων δένδρων. Μουριές με μεγάλα μελένια μούρα, κερασιές με τραγανά πετροκέρασα, μηλιές αλλά και καρυδιές. Λεύκες, ιτιές και πλατάνια παντού και στους κήπους τριανταφυλλιές ανθισμένες όλο το καλοκαίρι.

Οι υδρόμυλοι έφταναν μέχρι τη Λαγκαδιά, μια από τις συνοικίες του Καρπενησιού, η οποία με τη βρύση της (Τσικαρέλη) παρήγαγαν ευχάριστους ήχους. Αγαπημένος τόπος επίσκεψης ήταν ακόμη το Ελατόδασος της Ροβιάς, πάνω από το οποίο άρχιζαν τα αναπεπταμένα λιβάδια του Βελουχιού με την περίφημη βουκολική καλοκαιρινή ζωή. Η ψηλότερη βρύση του βουνού, η Καρβουνόβρυση, θεωρούνταν το αριστούργημα του Βελουχιού. Στον αμαξιτό δρόμο προς τη Λαμία, η Ράχη ήταν ένας ακόμη αγαπημένος προορισμός των παραθεριστών της δεκαετίας 1930. Ένας ολόκληρος συνοικισμός παραπηγμάτων, σε υψόμετρο 1.200 μέτρα. Έλατα, λαμπρός ορίζοντας, ξηρό κλίμα και καθαρός αέρας, αλλά ο επισκέπτης έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτει μάλλινο γιλέκο![2]

«Καρπενήσι. Έργο του Χαράλαμπου Καμπιτσόπουλου (1959).

Ο ιδιόμορφος «ύμνος» του Ζαχαρία Παπαντωνίου

Έναν ιδιόμορφο «ύμνο» για το προπολεμικό Καρπενήσι θα γράψει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το 1939. Αναφερόμενος σε δαίδαλους δρόμους, κατασκέπαστους από τρυφερά πλατάνια και διαμαντένιους χείμαρρους, τόνιζε πως όποιος έφτανε στην πλατεία του τότε η άλλη Ρούμελη και ο Μωριάς του φαίνονταν κάμποι. Ότι η μικρή πολιτεία με τους τρεις χιλιάδες κατοίκους μίκραινε ακόμη περισσότερο λόγω των ελατόφυτων όγκων που ορθώνονταν μπροστά της. Έβρισκε δε πως οι μόνοι που κατόρθωναν να στέκουν κατακόρυφοι περπατώντας στην περιοχή ήταν οι Σαρακατσάνοι που κατέβαιναν από το Βελούχι. Ίσως λόγω της γκλίτσας τους «που την έστηναν ορθή σαν κατάρτι», σχολίαζε με νόημα. Αναφερόμενος τέλος στο υψόμετρο και στις ανωφέρειες, ο Ζ. Παπαντωνίου κατέληγε να αναρωτηθεί: «Μα θα ήταν Καρπενήσι, αν ήταν επίπεδο;»[3]!


πηγή:

https://www.taathinaika.gr/karpenisi-i-mikri-elvetia-tis-stereas-elladas/



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

Μια ιστορία για τα καφενεία...


Μια ιστορία για τα καφενεία...  


Από τα καφενεία στα χωριά μόνο καλές αναμνήσεις έχουμε... Ως παιδιά πάντα κάποιος βρισκόταν να μας τρατάρει μια λεμονάδα ή ένα υποβρύχιο... Στην πρώτη μας νιότη απολαμβάναμε όσο τίποτα το βαρύ γλυκό μας συνοδευόμενο από "παλιομοδίτικο" γλυκό κυδώνι και ένα ποτήρι παγωμένο νερό... Σήμερα είναι η χαρά μας να συναντήσουμε ανοιχτό ένα καφενείο από τα παλιά... Ένα καφενείο που να μην έχει εκσυγχρονιστεί, να μη διαθέτει εξευγενισμένα εδέσματα, ούτε ασορτί ποτήρια και πιατάκια... Ένα καφενείο που να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μπακάλικο και θα βγάζει για μεζέ με τη ρακή μας μόνο το βρισκούμενο: Δυό παξιμάδια, μερικές ελιές, ένα κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, μια ντομάτα, άντε και κανένα βραστό αυγό, σερβιρισμένο με λάδι και ξύδι... Αυτά μας αρέσουν, αυτά μας λείπουν, κι αυτά θυμηθήκαμε όταν διαβάσαμε ένα υπέροχο κείμενο της Πόπης Σπανάκη, για τα καφενεία του παρελθόντος... Το κείμενο συνοδεύει μια ιστορική φωτογραφία, τραβηγμένη αρχές της δεκαετίας του '90 στο καφενείο της αδερφής της στο Οροπέδιο Λασιθίου. 

Συγκεκριμένα στο χωριό Άγιος Χαράλαμπος ή (πρώην) Γεροντομουρι (όπως της αρέσει να το λέει), το οποίο βρίσκεται μεταξύ Πλάτης και Κάτω Μετοχιου όταν είχαν βρεθεί εκεί κάποιοι τουρίστες, οι οποίοι διακρίνονται στη φωτογραφία. Μπορούμε να δούμε την αδερφή της κ. Σπανάκη, με σταυρωμένα χέρια, καθιστή, περίπου στη μέση της φωτογραφίας. Ο αγαπημένος της σύζυγος, ο Γιάννης ο καφετζής, που δεν βρίσκεται πια στη ζωή, είναι όρθιος με το τσιγάρο πίσω της και αριστερά. Η ιστορία της κ. Πόπης για το καφενείο τους... Με αφορμή αυτή την ωραία φωτογραφία, στο καφενείο που δυστυχώς δε λειτουργεί πια, η Πόπη Σπανάκη αναφέρει: "Κάποτε, σε κάθε χωριό υπήρχανε απαραιτήτως και τα καφενεία ντου. Και δυό και τρία και τέσσερα ή περισσότερα, ανάλογα με τσι κατοίκους του. Ήτανε οι αγαπημένοι χώροι όλων των συχωριανών, τα στέκια και ο τόπος συνάντησης ολωνών... Ήτανε ο χώροι για το πρωϊνό καφέ ή το τσάι πρίν από το χωράφι, για τη βραδινή γαζόζα της χαλάρωσης μετά την επιστροφή. Για τη κολιτσίνα τσι Κυριακές και τσι σκόλες, το γλέντι στα πανηγύρια του χωριού, με το καθιερωμένο κέρασμα: Το λουκούμι στο νερό μέσα στο ποτήρι, τη κανελάδα ή τη φλόκα. Για να αγοράσουνε τη ζάχαρη, τα ζυμαρικά και κάθε χρειαζούμενο για το σπίτι. Για να πάρουνε τη σύνταξη και την αλληλογραφία από τα χέρια του ταχυδρόμου, για να δούνε τις ειδήσεις από τη τηλεόραση, να κουβεντιάσουνε και να περάσει η ώρα μπροστά στη ξυλόσομπα, τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες.

Σε κάθε περίπτωση, το καφενείο ήτανε ένας αγαπημένος χώρος, ο χώρος με μεγάλη καθημερινή επισκεψιμότητα. Τώρα πιά δεν υπάρχουνε καφενεία στα χωριά και αυτά που υπάρχουνε άδεια είναι. Κλείσανε ή ερημώσανε, αφού δεν υπάρχουνε πιά αθρώποι στα χωριά. 

Κάποτε είχαμε κι εμείς καφενείο στο δικό μας χωριό. Καφετζίνα η αδερφή μου η Μαρία, μαζί με τον αγαπημένο της Γιάννη. Άπειρες ο αναμνήσεις μου από το ντουκιάνι μας, όπως το λέγαμε. Δεκάδες γλέντια στα πανηγύρια, στέκι αγαπημένο του μπαμπά και της μητέρας, αμέτρητες βεγγέρες των συχωριανών, γύρω από τη στρογγυλή ξυλόσομπα. Στη φωτογραφία, που έβγαλαν και έστειλαν τουρίστες περαστικοί-φιλοξενούμενοι, του πάντα φιλόξενου Γιάννη και της αδερφής μου, διακρίνεται η μητέρα και ο μπαμπάς μου, η αδερφή μου η Μαρία και ο αγαπημένος της Γιάννης, συχωριανοί και τα μέλη της παρέας των τουριστών». www.voltarakia.gr Φωτογραφία: Πόπη Σπανάκη


Αναπαραγωγή, ολική ή μερική, επιτρέπεται μόνο με ενεργό link προς την αρχική δημοσίευση και αναγραφή της πηγής www.voltarakia.gr







ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


Παλιές φωτογραφίες από τον Πόρο Λευκάδας

Παλιές φωτογραφίες από τον Πόρο Λευκάδας

 Παλιές φωτογραφίες από το χωριό Πόρος παρουσιάζουμε παρακάτω.

Ο Πόρος είναι ένα ορεινό χωριό της Λευκάδας, στην ανατολική πλευρά του νησιού. Βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ από το Νυδρί και περίπου 15 χλμ από την Βασιλική.

Ο Πόρος Λευκάδας το 1901. Φωτογραφία αρχαιολογικής αποστολής Δαίρπφελδ. Στο κέντρο η Αγία Μαρίνα με το πρώτο νεκροταφείο του χωριού και το αιωνόβιο κυπαρίσσι.
Το χωριό Πόρος στη δεκαετία του 1950
Το χωριό Πόρος στη δεκαετία του 1950. Η φωτογραφία απεικονίζει το κέντρο του χωριού, εκεί που και σήμερα υπάρχει η βρύση. Το πρώτο κτήριο με τα ανοιχτά παράθυρα χρησιμοποιούνταν ως Αγροτικό Ιατρείο και Κοινοτικό γραφείο.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ένα από τα πλουσιότερα σε λαογραφικό πλούτο και παράδοση χωριά της Λευκάδας.

Ονομαστό από την οικογένεια των Καταποδαίων που υπήρξαν εξαιρετικοί μαχαιροποιοί αλλά και οπλοποιοί. Η συντεχνία των μαχαιροποιών ξεκίνησε το 1684 που κατέλαβαν οι Ενετοί το νησί. Χώρισαν τα διάφορα επαγγέλματα σε συντεχνίες ώστε να υπάρχει εξειδίκευση εργασίας και οι Ενετοί ως έμποροι που ήτων να πουλάνε τη παραγωγή. Η τέχνη συνεχίστηκε μέχρι το 1950 περίπου. Τώρα μένει η φήμη αλλά και οι δημιουργίες σε μαχαίρια που αποτελούν πλέον μουσειακά αντικείμενα.

Γνωστός ο Πόρος για την πνευματική δημιουργία τόσο σε επιστήμονες όσο και σε ποιητές αλλά και παραμυθάδες, ξεχωρίζει και για τους επικήδειους που διαβάζονται σε κάθε κηδεία και κάθε περίπτωση. Έθιμα τουλάχιστον δύο αιώνων που και σήμερα ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη τονίζοντας το ψηλό πνευματικό αίσθημα των κατοίκων.

Στο χώρο το λατρευτικό υπάρχούν αξιόλογες εκκλησίες του 18ου αιώνα και επίσης υπάρχουν κι αξιόλογα κτίρια παλιών γαιοκτημόνων του χωριού όπως του Κάπαλου, του Βερετή και του Κονιδάρη με αξιόλογα οικοδομικά στοιχεία.

Ο Αστυνόμος Μπαϊρακτάρης κυνηγούσε ανελέητα χαρτοπαίχτες και κανταδόρους

Ο Αστυνόμος Μπαϊρακτάρης κυνηγούσε ανελέητα χαρτοπαίχτες και κανταδόρους
 

Πως... μπούκαρε στην Αθηναϊκή Λέσχη προκαλώντας απίστευτη αναστάτωση

05/06/2025

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ένα από πολλά επεισόδια που προκάλεσε ο περίφημος Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, καταδιώκοντας τη χαρτοπαιξία έφτασε να απασχολήσει ακόμη και τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο κόσμος πίστευε ότι πράγματι ο αξιωματικός του στρατού που είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα κυνηγούσε τους «μικρούς» αλλά όχι και τους «μεγάλους». Αλλά αυτό δεν ήταν πραγματικότητα, γεγονός που αποδεικνύεται από τα προβλήματα που είχε προκαλέσει εκθέτοντας τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της εποχής. Οι εφημερίδες πίεζαν και η κοινή γνώμη ζητούσε αυστηρότερη επίβλεψη των εύπορων κύκλων που χαρτόπαιζαν. Μέχρι που δεν δίστασε να… μπουκάρει κυριολεκτικά και στην πανίσχυρη Αθηναϊκή Λέσχη. Ο Θ. Βελλιανίτης μας αφηγείται το περιστατικό[1].

Δημήτριος Μπαϊρακτάρης (1832-1904).

Βρισκόμαστε στη δεκαετία 1880 και Πρόεδρος της Αθηναϊκής Λέσχης, όπου σύχναζαν εκλεκτά μέλη της Αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ο Ανδρέας Αυγερινός (1820-1896). Καταγόταν από τον Πύργο και ήταν εύπορος, είχε χρηματίσει πολλές φορές υπουργός και μία φορά Πρόεδρος της Βουλής και διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην αθηναϊκή κοινωνία. Φανατικός φυσιολάτρης, ήταν εξ εκείνων που φρόντισαν να δενδροφυτευτεί ο Λυκαβηττός. Διατηρούσε επίσης έπαυλη και κτήμα στα Πατήσια όπου συντηρούσε ανθοκήπιο με εξήντα είδη ρόδων. Αυτός ήταν ο Πρόεδρος της Λέσχης, όταν έκανε την επιδρομή ο Μπαϊρακτάρης με τους άνδρες του. Συμπεριφέρθηκαν στους λεσχίτες με τον τρόπο που φέρονταν στους παίχτες των χαρτοπαιχτικών λεσχών που υπήρχαν στις παρόδους των οδών Αιόλου και Αθηνάς.

Μόνον που δεν τους οδήγησε στο κρατητήριο και δεν τους κούρεψε όπως συνήθιζε να κάνει! Η απροσδόκητη αυτή εισβολή των αστυνομικών οργάνων στη Λέσχη, όπως ήταν φυσικό, συντάραξε τα μέλη της αλλά και τον Πρόεδρο Α. Αυγερινό. Αμέσως ο Πρόεδρος της Λέσχης απευθύνθηκε στον Πρωθυπουργό Θ. Δηλιγιάννη ζητώντας του να περιορίσει τον ζήλο των ευζώνων που υπηρετούσαν στην Αστυνομία. Πράγματι, ο Πρωθυπουργός ανταποκρίθηκε και ανέστειλε την καταδίωξη. Αλλά εκείνοι που βίωσαν σκληρές στιγμές, την ίδια εποχή, δηλαδή επί αστυνόμου Μπαϊρακτάρη, ήταν οι κανταδόροι που είχαν την ίδια τύχη με τους χαρτοπαίχτες.

Οι νυχτερινοί τραγουδιστές διατάρασσαν με τα άσματά τους την κοινή ησυχία, σε ώρες απαγορευμένες. Έτσι κατατάχθηκαν στην τάξη των επικίνδυνων υποκειμένων με τα οποία έπρεπε να ασχολείται η Αστυνομία. Αλίμονο στους κανταδόρους που θα εμφανίζονταν, ακόμη και σε μακρινή συνοικία, τραγουδώντας τους ερωτικούς καημούς τους. Ακόμη χειρότερα εάν ακούγονταν ήχοι κιθάρας και μαντολίνου κάτω από τα παράθυρα κοριτσιού. Τα ευζωνικά αποσπάσματα έκαναν επίθεση με ακατάσχετη ορμή σαν να επρόκειτο για ληστοφυγόδικους. Οι συνοικίες της πόλης είχαν μετατραπεί σε… παραμεθόριους σταθμούς και οι εύζωνοι που είχε επιλέξει ο Μπαϊρακτάρης δεν υπολόγιζαν τα ειρηνικά μουσικά όργανα, τα οποία έσπαγαν με μανία.

Κανταδόροι (σκίτσο, τέλη 19 ου αιώνα).

Η Νεάπολη ήταν φυσικά η περιοχή που συγκέντρωνε τα περισσότερα απ’ αυτά τα υπαίθρια μουσικά συγκροτήματα. Ήταν η εστία και η γειτονιά τους. Εκεί εξάλλου γαλουχήθηκαν σπουδαίοι μουσικοί, όπως ο υψίφωνος Αποστόλου ή συνθέτες λαϊκών ασμάτων όπως ο Χρήστος Στρουμπούλης. Αλλά ο Μπαϊρακτάρης δεν πτοούνταν ούτε σεβόταν τις καλλιτεχνικές αυτές ανησυχίες. Έσυρε με τα αστυνομικά του όργανα τους Αθηναίους τροβαδούρους στο κρατητήριο και έσπαγε τις κιθάρες τους. Οι δρόμοι της συνοικίας έχαναν πλέον τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, αλλά έβρισκαν την ησυχία τους οι γονείς των νεαρών κοριτσιών. Έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, φαινόταν πως από τον κόπανο του όπλου των ευζώνων εξαρτιόταν η αρετή των κοριτσιών και ο νυκτερινός ύπνος των γονιών.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 29 Νοεμβρίου 2017.


πηγή:

https://www.taathinaika.gr/o-astynomos-mpairaktaris-kynigouse-aneleita-chartopaichtes-kai-kantadorous/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

Η ένδοξη πορεία του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων

Η ένδοξη πορεία του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων

Η 75χρονη διαδρομή (1937-2012) και το έμβλημά του η κουκουβάγια

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Είναι πλούσια η ιστορία των διδακτικών εγχειριδίων, των σχολικών βιβλίων όπως συνηθίσαμε να τα αποκαλούμε και χάνεται στα βάθη των αιώνων. Από τότε που στα σχολεία της αρχαιότητας διδάσκονταν έργα κλασικών, ποιητών και πεζογράφων και κυριαρχούσαν τα Ομηρικά έπη τα οποία αποστήθιζαν οι μαθητές. Εξαιρετικά πλούσια όμως είναι και η ιστορία των σχολικών βιβλίων στα νεότερα χρόνια, από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους και εντεύθεν. Το ελληνικός κράτος, τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα προσπάθησε να ελέγξει πλήρως και να μονοπωλήσει την έκδοση των βιβλίων, προσπαθώντας να έχει και τον πλήρη έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος. Απέτυχε όμως και επί έναν περίπου αιώνα τα σχολικά βιβλία υπήρξαν αντικείμενο ελεύθερου ανταγωνισμού.

Το Αλφαβητάριο (πρώτη έκδοση ΟΕΔΒ, 1949).

Ό,τι δεν πέτυχε το κράτος στο ξεκίνημά του, το κατόρθωσε ο Ιωάννης Μεταξάς, το 1937, με την ίδρυση του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ) που αργότερα (1960) μετονομάστηκε σε Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ)[1]. Του Οργανισμού που είχε ως έμβλημά του την κουκουβάγια. Υπήρξε το πλέον αναγνωρίσιμο έμβλημα και λογότυπο και το γνώρισαν όλοι όσοι και όσες παρακολούθησαν μαθήματα στα ελληνικά σχολεία από το 1937 έως το 2012. Τα προβλήματα δεν αφορούσαν μόνον στην έκδοση, δηλαδή στην τυπογραφική διαδικασία των βιβλίων, αλλά και στη συγγραφή τους. Συνέβαιναν απίστευτα περιστατικά.

Ήταν ακόμη η εποχή που οι γονείς πλήρωναν τα βιβλία και μάλιστα πολύ ακριβά. Το δε κόστος για πολλές φτωχές οικογένειες ήταν ασήκωτο, οπότε αγόραζαν τα βιβλία των κύριων μαθημάτων και τα παιδιά υποχρεώνονταν να διαβάζουν τα δευτερεύοντα μαθήματα με βιβλία που δανείζονταν από τους συμμαθητές τους. Το υπουργείο προκήρυσσε διαγωνισμούς, στους οποίους έσπευδαν να συμμετάσχουν δεκάδες συγγραφείς αποβλέποντας βεβαίως στη βράβευση και το οικονομικό όφελος.

Από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη είχαν καταβληθεί φιλότιμες προσπάθειες ώστε να εξορθολογιστεί το σύστημα. Δηλαδή επιχειρήθηκε να επιβληθεί αυστηρός έλεγχος του περιεχομένου και χρήση ομοιόμορφων εγχειριδίων[2]. Από τότε καθιερώνεται κατά κάποιον τρόπο και η κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού για τη συγγραφή τουλάχιστον των βιβλίων μέσω διαγωνισμού και κριτικών επιτροπών. Ακολούθησαν σπουδαίες πρωτοβουλίες, κυρίως από τους Ελευθέριο Βενιζέλο και Γεώργιο Παπανδρέου, όταν πλέον τα σχολικά βιβλία διαιρέθηκαν σε διδακτικά, σε βοηθήματα και σε ελεύθερα αναγνώσματα[3].

Αλλά η μεγάλη τομή θα γίνει το 1937 με τον Αναγκαστικό Νόμο «Περί ιδρύσεως Οργανισμού προς έκδοσιν σχολικών κ.λπ. βιβλίων» (ΟΕΣΒ)[4]. Ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπαγόταν στην εποπτεία του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Ήταν η αρχή μιας νέας εποχής για την εκπαίδευση και γενικότερα το βιβλίο, το οποίο αποτελούσε τη μόνη βασική πηγή γνώσης, ιδιαίτερα για τον παιδικό και νεανικό πληθυσμό. Το κράτος διασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο του σχολικού βιβλίου και ακύρωνε -το κατοχυρωμένο από το 1917- δικαίωμα των εκπαιδευτικών να επιλέγουν το ανθολόγιο που θα χρησιμοποιήσουν, επαναφέροντας το ένα και μόνο «υποχρεωτικό βιβλίο».

Το λογότυπο με την κουκουβάγια

Το θεσμικό πλαίσιο του νέου Οργανισμού συμπληρώθηκε το 1939 όταν στο συμβούλιο του Οργανισμού, πέραν των ανώτατων υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων συμμετείχε και ένας δικαστής του Αρείου Πάγου. Τα πρώτα «Αναγνώσματα» που εκδόθηκαν από τον ΟΕΣΒ (1938-1939) χρησιμοποιήθηκαν έως το 1950[5]. Στους σκοπούς του Οργανισμού περιλαμβανόταν και η έκδοση και διάθεση των συγγραμμάτων των καθηγητών των Πανεπιστημίων. Όπως προαναφέρθηκε το 1954 ο Οργανισμός μετονομάζεται σε ΟΕΔΒ και εκείνη τη χρονιά εκδόθηκαν τα μακροβιότερα αναγνωστικά στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης αφού χρησιμοποιήθηκαν έως το 1964. Το 2012, η λαίλαπα που προέκυψε λόγω της οικονομικής κρίσης θα καταργήσει και τον ΟΕΔΒ, ο οποίος στα 75 χρόνια λειτουργίας του υπολογίζεται ότι εξέδωσε περίπου τρία δισεκατομμύρια αντίτυπα σχολικών βιβλίων όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης! Μαζί με τον Οργανισμό έφυγε παραπονεμένη και η κουκουβάγια που κοσμούσε τα οπισθόφυλλα των βιβλίων του.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» 23 Σεπτεμβρίου 2011


πηγή:

https://www.taathinaika.gr/i-endoksi-poreia-tou-organismou-ekdoseos-didaktikon-vivlion/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.