SHARE THIS

September 07, 2025

Γιοματάρια και κρασοκατανύξεις ανήμερα του Αγίου Δημητρίου στην παλιά Αθήνα


    Παρέα σε ταβέρνα, πίσω τους τα βαρέλια με το κρασί και δίπλα η λατέρνα (1927). Φωτ. αρχείο Π. Πουλίδη – ΕΡΤ.

Γιοματάρια και κρασοκατανύξεις ανήμερα του Αγίου Δημητρίου στην παλιά Αθήνα


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις αρχές του 20ού αιώνα γιορταζόταν με όμορφα φανταχτερά και πολύχρωμα λουλούδια ή «αγιοδημήτρηδες», όπως τους ήθελε ο λαός. Αλλά την ημέρα αυτή γιόρταζε και ο ελληνικός Διόνυσος, το γιοματάρι, το κρασί από το βαρέλι που μόλις είχε ανοίξει. Γιοματάρι: η λέξη με πέντε φωνήεντα και πέντε σύμφωνα που έκλεινε μέσα της μια ολόκληρη εποχή, καλή για την Ελλάδα και τα παιδιά της. Καλοθύμητη μέρα για τους μπεκρήδες. Ήταν η μέρα που οι πάμπολλοι φίλοι και θαυμαστές της ρετσίνας τρύπωναν στις ταβέρνες με λαχτάρα, για να δοκιμάσουν, να κρίνουν και να βαθμολογήσουν. Μεταξύ τους οι ρετσινοπατέρες γνωρίζονταν. Η γνώμη τους βάραινε για τον κάπελα και την τύχη της ταβέρνας. Από τους μορφασμούς τους εξαρτιόταν το μέλλον των βαρελιών. Όπου υπήρχε καλή ρετσίνα δινόταν το σύνθημα και δεν αργούσαν να καταφθάσουν και να κάνουν έφοδο οι πάσης φύσεως ρετσινολόγοι, για να ακολουθήσουν τα παραπατήματα.

Εξώφυλλο παρτιτιούρας

«Καλά κρασιά»

Είχε γίνει κρασί το σταφύλι, το οποίο είχαν πατήσει στο λινό όμορφες χωριατοπούλες και ύστερα είχε χυθεί στη μεγάλη βαρέλα μούστος και είχε ψηθεί με τη ρετσίνα του αρωματικού πεύκου του ελληνικού βουνού. Είχαν περάσει ήδη 40 μέρες από την μέρα του τρύγου. Ο βαρελάς είχε φροντίσει για το καθάρισμα, πλύσιμο, ξελάσπωμα, καλαφάτισμα και στούπωμα του βαρελιού. Κάπως έτσι έφτανε το απόγευμα του Αγίου Δημητρίου, για να «κελαηδήσουν» τα γιοματάρια και να γεμίσουν τα ποτήρια με τη νέα σοδειά, η οποία ερχόταν σε επαφή με την κατανάλωση στα σπίτια και στα κρασοπουλειά. Παμπάλαιο έθιμο τα γιοματάρια. Ήταν παλιά συνήθεια να δοκιμάζονται τα κρασιά την ημέρα του Αγίου Δημητρίου.

Συνήθεια η οποία κρατήθηκε αμετάβλητη στις παλαιές συνοικίες των Αθηνών (Πλάκα, Ψυρρή, Χριστοκοπίδου, Βλασσαρού, Αλίκοκο) και στα χωριά των Μεσογείων έως τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Περνώντας κανείς τα σοκάκια άκουγε το περίφημο «Καλά κρασιά κουμπάρε», ενώ καλούνταν οι ειδικοί να δοκιμάσουν το γιοματάρι και να ακολουθήσουν άφθονες σπονδές στον Βάκχο. Στα παλιότερα χρόνια το άνοιγμα του βαρελιού αποτελούσε πραγματική μυσταγωγία. Παραμονή του Αγίου Δημητρίου στέλνονταν…. οι φιλικές προσκλήσεις. Ετοιμαζόταν το απαραίτητο μπούτι με σκόρδο, κεφτεδάκια και άλλα μεζεδάκια που τραβούσαν κρασί κι ακολουθούσε το γλέντι[1].

Ταβέρνα στην Πλάκα. Σκίτσο Κ. Δημητριάδη (αρχείο Συλλόγου των Αθηναίων)

Βόλτα στις ταβέρνες

Αν κάνουμε μια βόλτα στην Αθήνα πριν από έναν αιώνα θα βρούμε τους αυτόχθονες να συνεδριάζουν στους υπόγειους ναούς του Βάκχου προσφέροντας σπονδές στον Άγιο Δημήτριο. Στην Πλάκα η τσίκνα από τα κοκορέτσια και η λατέρνα μερακλωμένη με τα τσαρκιά της διασκέδαζε τους θύοντες, οι οποίοι επιδίδονταν με ευλάβεια στην κρασοκατάνυξη. Στους Αγίους Αποστόλους, λατέρνες, μαντολίνα ξεκούρδιστα, κιθάρες χωρίς καντίνι και φωνές βραχνές γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Από τη δύση του ήλιου οι μαχητές των βαρελιών είχαν πάρει τη θέση τους, στις ατραπούς του Ψυρρή από νωρίς γυναίκες και κορίτσια με τα πολυποίκιλα σχολιανά φορέματά τους είχαν καταλάβει τις αυλόπορτες, τα παράθυρα, τις ταράτσες και τα λίγα ακόμη μπαλκόνια. Εξάλλου, στου Ψυρρή βρίσκονταν οι περισσότερες ταβέρνες και σημειώνονταν τα περισσότερα κρούσματα μέθης.

Συχνά ήταν τα καβγαδάκια και στην ήσυχη, τις άλλες ημέρες, γειτονιά του Μεταξουργείου. Στο οινοπωλείο της Γέφυρας, το πιο γνωστό της εποχής, η λατέρνα σκόρπιζε ευθυμία στις παρέες των κρασοπατέρων. Κάπου – κάπου εμφανιζόταν ο ερωτευμένος που έριχνε δύο πυροβολισμούς για την κορδελιάστρα του. Τα ίδια και στην οδό Λένορμαν. Ακόμη και στο πιο «κόσμιο» Κολωνάκι μια παρέα εμποροϋπαλλήλων πολιορκούσε την κατοικία που έμεναν τρεις πεταχτές τσαχπίνες μοδιστρούλες και μία δασκαλίτσα. Οι βραχνές φωνές ξεχώριζαν: «Μια μοδιστρούλα που στέκει απέναντί μου / είναι μια κόρη ωραία και ξανθή / έχει δυό μάτια που μα τη ζωή μου / τρελλαίνετ’ όποιος τα παρατηρεί»! Στη Νεάπολη επικρατούσαν «άσματα εκβεβαχευμένα και καλαμπούρια… μεθυσμένων»[1]. Εκεί ήταν το περίφημο παντοπωλείο με την ονομασία «Πορτ Άρθουρ», το οποίο μανιωδώς πολιορκούσαν οι κρασοπατέρες. Προσπαθούσαν να το ρίξουν έως τα μεσάνυχτα, αλλά στο τέλος έπεφταν οι ίδιοι στις λάσπες, ηρωικά θύματα του Βάκχου και της λατρείας στο αγιοδημητριάτικο κοκκινέλι.

Είσοδος ταβέρνας στου Ψυρρή, σκίτσο Κώστα Δημητριάδη (αρχείο Συλλόγου των Αθηναίων)

Τα ηρωικά θύματα του Βάκχου και της λατρείας

Ο κρασοπατέρας ήταν από τις αγαπημένες μορφές. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου φορούσε τα «καλά» του και γυρνούσε όχι μία, αλλά όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς του για να δοκιμάσει και να τραγουδήσει, να χορέψει και να μεθύσει. Ήταν η μέρα του, η μέρα που όλα του συγχωρούνταν. Μέρα διπλής γιορτής, διπλής χαράς. Οι καινούργιες κάνουλες έμπαιναν σε σπίτια και ταβέρνες. Η ημέρα του Αγίου Δημητρίου ήταν μέρα ελληνική, ντόπια. Συνέχισαν οι Έλληνες να γιορτάζουν στις ταβέρνες και μεταπολεμικά: «Και το σούρουπο σαν πιάνει / βγαίνουν οι θεοί σεργιάνι / και τα κοπανάν για γούρι / στην ταβέρνα του Τζουτζούρη»[1], όπως τραγουδούσε ο Τίμος Μωραϊτίνης. Τώρα πλέον φαίνεται πως το έθιμο ανήκει στην ιστορία και στα παραμύθια.

πηγή:

https://www.taathinaika.gr/giomataria-kai-krasokatanykseis-animera-tou-agiou-dimitriou-stin-palia-athina/#:~:text=%CE%A0%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF%20%CE%AD%CE%B8%CE%B9%CE%BC%CE%BF%20%CF%84%CE%B1%20%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%B1.,%CE%AD%CF%89%CF%82%20%CF%84%CE%B1%20%CF%8


ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


KAΫMENH MANNA! [1913] Του Ιωάννη Πολέμη

KAΫMENH MANNA! [1913]

Του Ιωάννη Πολέμη


Θεέ μου, μη δίνης του παιδιού

τα βάζει ο νους της μάννας!

(Λαϊκή παροιμία)


Καϋμένη μάννα!… Έξω ο χιονιάς ραγίζει τα λιθάρια

κ᾽ οι δρόμοι είνε παντέρημοι. Τα θαμπερά φανάρια

δακρύζουν, ανωφέλευτα παλαίβοντας να φέξουν.

Τα νέφη, που ξεκίνησαν με το βοριά να παίξουν,

κρυστάλλωσαν στον ουρανό κι᾽ ούτ᾽ ένα δάκρυ στάζουν.

 

Καϋμένη μάννα! … Ξάγρυπνη (τα μάτια κι᾽ αν νυστάζουν

διώχνει τον ύπνο ο λογισμός) στριφογυρνά στο στρώμα

σκεπάζοντας ως στην κορφή το παγωμένο σώμα

με δυο βαρειά σκεπάσματα κι᾽ αυτά διπλά βαλμένα.

Έξω ο ανεμοστρόβιλος λυσσομανά ολονένα

κι᾽ ο κορνιαχτός κλωθογυρνά σαν στοιχειωμένη ανέμη.

Καϋμένη μάννα!… Ξαγρυπνά κι᾽ αγκομαχά και τρέμει

κι᾽ ο νους της, έρημο πουλί, φτεροκοπά τριγύρου

στα χιονοσκέπαστα βουνά, στους κάμπους της Ηπείρου.

Εκεί είν᾽ο γυιος της. Σε σκηνή μεσ᾽ στα νερά στημένη,

που παγωμένος ο βοριάς άφοβα μπαινοβγαίνει,

εκεί είν᾽ ο γυιος της. Ξέσκεπος; μισόγυμνος; ποιος ξέρει!…

Καϋμένη μάννα! Απλώνει αργά, τρεμουλιαστά το χέρι

στα δυο βαρειά σκεπάσματα· ανασηκώνει το ένα

και στρέφοντας μισανοιχτά τα μάτια τα κλαμένα,

σαν να θωρή κατάχαμα το γυιόκα της, τ’ αφίνει

να πέση χάμω ξαπλωτό και μένει μ’ ένα εκείνη.

 

Έξω βοριάς, βουβαίνοντας των όρθρων την καμπάνα,

ξεσπά στα παραθύρια της φριχτός… Καϋμένη μάννα!


πηγή:  

https://www.taathinaika.gr/kaymenh-manna-1913/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ [1886]

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ [1886]

 Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».

 

Του Αριστομένη Προβελέγγιου (1850-1836)


Σύρε, παιδί μου, στο καλό, παιδί αγαπημένο·

ήλθ’ η στιγμή σαν το πουλί ν’ ανοίξης τα φτερά σου,

να πας σε κόσμο ξένο,

που σαν αυγή καλοκαιρνή ξανοίγετ’ μπροστά σου.

Στο νου σου όνειρα χρυσά τριγύρω φτερουγίζουν,

μα χίλιαις έννοιαις την καρδιά της μάνας βασανίζουν.

Της λύπης το σκληρό μαχαίρι

είνε ακόμη άβλαβο μες στου παιδιού το χέρι!

Άκουσε τι θα σου ειπώ, κι’ ας σου γραφθούν οι λόγοι

μεσ’ την ψυχή την απαλή.

Καρδιά όπου η λύπη τρώγει,

μ’ αγγέλου φώτισι λαλεί.

Είν’ ένας μαύρος πίνακας ο κόσμος και καθίζεις

εμπρός του και στο χέρι σου παίρνεις χρυσό κοντύλι

και την αθώα σου ψυχή απάνω ζωγραφίζεις.

Γράφεις αγγέλους με γλυκό χαμόγελο στα χείλη,

έρωτας γράφεις με λουλούδια

και πανηγύρια και τραγούδια!

Μα μίαν αυγή θα σηκωθής

και σε σκοτάδι θα βρεθής.

Όλαις αυταίς οι χάρες του και όλα τα στολίδια

απ’ την καρδιά σου βγαίνουνε, του νου σου’ νε παιγνίδια.

 

Αν κάπου σου χαμογελά κανένα λουλουδάκι,

πολλά λουλούδια γνώριζε πως έχουνε φαρμάκι.

Εχθρούς και φίλους πρόσεχε· γιατί και φίλου χέρι

την πλειό αγιάτρευτη πληγή συχνά μας καταφέρει.

Όλα να υποπτεύεσαι, και το καλό ακόμη,

κ’ έχε το νου σου άγρυπνο στου χαριστή τη γνώμη·

γιατί συχνά και η πηγή που βγαιν’ η καλοσύνη

είνε θολή κι’ ακάθαρτη και θάνατο μας δίνει.

Κακογλωσσιά μη σε τρομάζη,

αλλ’ ούτε και ο έπαινος να μη σε αφαρπάζη.

Οι φίλοι πούχουν πλούσιο σε έπαινο το στόμα

μας βλάπτουν περισσότερο κι’ απ’ τους εχθρούς ακόμα.

Τίποτε απ’ το δρόμο σου να μη σε παρασύρη!

σαν τον καλό αρμένιζε και συ καραβοκύρη,

οπού το δρόμο του πηγαίνει,

και αν γελά η θάλασσα, κι αν ήνε θυμωμένη.

Εκεί που πας, παιδάκι μου, πολλοί ξενιτευθήκαν

μα λίγοι πίσω εστραφήκαν.

Είνε πολλαίς Νεράϊδες εκεί χρυσομαλλούσαις

που μαγεμένη αγκαλιά στους ξένους νηούς ανοίγουν

σαν της φρικταίς αναρρεούσαις,

που σέρνουνε στα βάθη των τα πλοία και τα πνίγουν.

Στης ψεύτικαις αγάπαις σου, στης ψεύτικαις χαραίς σου

αχ, την αγάπη μη ξεχνάς της μάνας σου ποτέ σου.

Σαν το αθώο γάλα της που σ’ έχει αναθρέψει,

είνε αγνή και άδολη και βάσανα δεν έχει·

καθώς εκείνο, της ζωής την ευλογία βρέχει,

και, αγαπάς δεν αγαπάς, αυτή δεν θα στειρέψη.

Μη λησμονής τη μάνα σου, όπου δεν έχει άλλη

στη γη αγάπη πειό μεγάλη.

Μη λησμονής, παιδάκι μου, αυτό το φτωχικό μας,

που πέρασες τα χρόνια σου τα ποιο ευτυχισμένα·

ειν’ άγια κ’ ευλογημένα

Τα μέρη που τα κόκκαλα κοιμούνται των γονηών μας!

Τα δάκρυα τη μάνα πνίγουν,

κλαίνε κ’ οι δυό αγκαλιασμένοι,

οι ναύται το πανί ανοίγουν,

το πλοίο πειά δεν περιμένει.

Όσα ο λόγος δεν προφθάνει

τα αποσώνουν τα φιλιά,

κι’ η λυπημένη τους ματιά

πούνε σε δάκρυα λουσμένη.

Ακίνητη, καθώς οι βράχοι

εκεί της ακροθαλασσιάς,

η μάνα κάθεται μονάχη

σαν άγαλμα απελπισιάς.

Θωρεί το πλοίο να χωνεύη

μέσα σε θάλασσα μεγάλη,

σαν άστρο όπου ταξειδεύει

σε κύμα δίχως περιγιάλι.

Τι εστερήθη τότε νοιώθει,

τότε της λύπης το θεριό

μες στην καρδιά της εσηκώθη

μ’ έννοιαις και πόνους χίλιους δυό.

 

πηγή:

https://www.taathinaika.gr/o-apochairetismos-tis-mannas-1886/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.