SHARE THIS

September 07, 2025

Η πενηντάρα χήρα που παρενοχλούσε τον κοτσονάτο εβδομηντάρη δικηγόρο

Η πενηντάρα χήρα που παρενοχλούσε τον κοτσονάτο εβδομηντάρη δικηγόρο
 

Γιατί έγραψε ο Σπύρος Μελάς πως «η γεροντοαγάπη είναι παλληκαριά δυο φορές, γιατί ο αγών είναι άνισος»


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ο καταγόμενος από την Τρίπολη κυρ Γεράσιμος ήταν κοτσονάτος εβδομηντάρης, ευκατάστατος και εμφανίσιμος δικηγόρος, μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης και γνωστός σε όλη την Αθήνα. Με πολυμελή και ευτυχισμένη οικογένεια. Η κόρη του η Ασημίνα του είχε χαρίσει δύο πανέμορφα και εγγόνια και ο γιός του Λεονάρδος τον πολυπόθητο και συνονόματο εγγονό του. Στο οικογενειακό τους περιβάλλον σύχναζε και το ζεύγος Αναστασίου και Κλαίρης Ιωάννου. Αλλά ο κυρ Αναστάσης, τραπεζικός υπάλληλος, συνομήλικος του κυρ Γεράσιμου, άφησε χρόνους και χήρα την κατά είκοσι χρόνια νεότερή του Κλαίρη. Από τότε άρχισαν τα βάσανα που έμελλαν να ταράξουν τη ζωή των δύο οικογενειών.

Ο κυρ Γεράσιμος και η Κλαίρη όπως τους αποτύπωσε με το πενάκι του ο Πυθαγόρας Νάγος (1903-1936).

Διότι η ναζιάρα πενηντάρα Κλαίρη ήθελε, σώνει και καλά, να αντικαταστήσει τον μεταστάντα εις τας αιωνίους μονάς Αναστάση με τον φίλο του κυρ Γρηγόρη. Φαίνεται πως τον «ηράσθη σφόδρα», όπως έγραφαν οι εφημερίδες τον Οκτώβριο 1932[1]. Επρόκειτο για καθαρή περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ερωτόληπτος χήρα επιδίωκε συστηματικά να συναντά τον κυρ Γεράσιμο. Του εκδήλωνε επίμονα τα συναισθήματά της. Φαίνεται πως παραφερόταν κιόλας, επιχειρώντας να τον θωπεύσει, όποτε της δινόταν η ευκαιρία και παρά τις διαμαρτυρίες του!

Ήταν δε τόσο επίμονη, ώστε τον παρακολουθούσε επί ώρες ή περίμενε να περάσει για να του εκμυστηρευθεί ότι ήταν αδύνατον να ζήσει μακριά του. Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, στο τέλος κάθε συνάντησης αξίωνε επιτακτικά να την παντρευτεί. Αλλά η μεγαλύτερη ενόχληση για τον εβδομηντάρη Τριπολιτσιώτη ήταν η σωρεία των ερωτικών επιστολών με τις οποίες κυριολεκτικά τον πυρπολούσε. Του έγραφε για τα «πάθη της ζωής της», σε πολυσέλιδα ραβασάκια εξέφραζε διάπυρα ερωτικά αισθήματα[2]. Όποιος θα τα διάβαζε θα συμπέραινε πως ήταν μέρος ερωτικής αλληλογραφίας εφήβων ή νέων που για πρώτη φορά ερωτεύονταν στη ζωή τους.

Ο τάλας Γεράσιμος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το… κακό που τον είχε βρει. Οι ενοχλήσεις της χήρας και το άγριο κυνηγητό τον είχαν κάνει νευρικό και δεν τολμούσε να βγει από το σπίτι του. Τον εντόπιζε όποιον δρόμο και να ακολουθούσε, ακόμη και μέσα στο τραμ. Περισσότερο σκεπτόταν τι θα έλεγε στη γυναίκα και τα παιδιά του αν το μάθαιναν; Ρεζίλι των σκυλιών θα γινόταν ο άνθρωπος. Μεταξύ άλλων, ένα απόγευμα ο κυρ Γεράσιμος έπαιρνε νέο ραβασάκι! «Αγαπημένε μου, αισθάνομαι μεγάλην συμπάθειαν προς σε από πέντε χρόνων περίπου. Οι γονείς μου με υπάνδρευσαν με άνδρα, τον οποίον δεν ηγάπησα ποτέ, διότι είχα πάντα στο νου μου εσέ. Αν δεν θέλεις να με αγαπήσεις θα αυτοκτονήσω και θα έχεις το κρίμα στο λαιμό σου διά την τύχην μου»[3]!

Σκιάχτηκε ο άνθρωπος, φοβούμενος μη τυχόν η Κλαίρη πραγματοποιήσει την απειλή της. Έτσι, αποφάσισε να απευθυνθεί στη Γενική Ασφάλεια. Εκεί παρέδωσε τις επιστολές και αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τι του συνέβαινε. Πως κάποτε είχε διορίσει τον γιό της χήρας τραπεζικό υπάλληλο, πως είχε γνωριστεί με τον συγχωρεμένο άντρα της κ.λπ. «Δεν μπορεί κυρ Γεράσιμε, θα το έβαλες κι εσύ το χεράκι σου», ήταν η πρώτη αντίδραση του διοικητή που έβαλε σε σκέψεις τον χριστιανό[4]. Το ζήτημα πήρε έκταση. Μέχρι πρωτοσέλιδο χρονογράφημα τον έκανε ο Σπύρος Μελάς γράφοντας πως «αν ο έρως σε όλες τις ηλικίες είναι μια παλληκαριά, η γεροντοαγάπη είναι παλληκαριά δυο φορές, γιατί ο αγών είναι άνισος»[5]. Έτσι, κλείστηκε στο σπίτι του ο κυρ Γεράσιμος και δεν ξανασυνάντησε τη χήρα μετά το κακό που τον είχε βρει. Η οικογένειά του ζει και βασιλεύει ακόμη στην Αθήνα, διαθέτοντας και τα πειστήρια του μεγάλου εκείνου έρωτα.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 2 Φεβρουαρίου 2018

πηγή:

https://www.taathinaika.gr/i-penintara-chira-pou-parenochlouse-ton-kotsonato-evdomintari-dikigoro/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


Αυτοσχέδια κάρα και καρότσια στα χρόνια της Κατοχής

Αυτοσχέδια κάρα και καρότσια στα χρόνια της Κατοχής
 

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

«Όταν κάποτε ο Αττικός ουρανός ξαναγνωρίση τον στέφανον των ίων και την γαλήνην των καλών ημερών, θα ομιλούμε πάλιν περί της «κουρσίτσας» και της «λιμουζίνας» και -ώ της ανθρωπίνης αχαριστίας!- κανείς δεν θα αναφέρει τα ευεργετικά κασόνια»[1]! Αυτά έγραφε καταμεσής της Κατοχής ο Γ. Άννινος, ο οποίος περιέγραφε την ποικιλία των κάρων και των καροτσιών που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για την εξυπηρέτησή τους τα μαύρα κείνα χρόνια. Σε αραμπάδες είχαν μεταβληθεί οι κασόνες του πετρελαίου, τα φορτσέρια, μέσα στα οποία κάποτε συσσωρεύονταν προικιά. Επίσης, οι μπουγαδόκασες είχαν αποκτήσει ρόδες για να εξυπηρετήσουν τις επείγουσες ανάγκες. Η πλέον απεχθής χρήση ήταν η μεταφορά όσων πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα.

Χαμίνια με καρότσια σε δρόμο των Αθηνών. Φωτ. αρχείο «Συλλόγου των Αθηναίων».

Αυτοσχέδια καροτσάκια

Εξάλλου είχαν εξαφανιστεί τα ταξί από τους δρόμους και την θέση τους είχαν καταλάβει τα «χειραμάξια», τα οποία μετέφεραν κάθε είδους εμπόρευμα και ενίοτε ανθρώπους. «Πως ξεφύτρωσαν οι χιλιάδες των κιβωτίων που εφοδιάσθηκαν με δύο ρόδες κάθε είδους και με δύο χερούλια για να τεθούν στην υπηρεσία του εμπορίου και των αναγκών του καθενός;» αναρωτιόταν ο δημοσιογράφος  Ε. Τζαμουράνης ήδη τον Δεκέμβριο 1941[2]. Σε κάθε γωνιά, στους εμπορικούς δρόμους, έξω από κάθε μαγαζί και στους σταθμούς υπήρχαν τέτοια αυτοσχέδια καροτσάκια. Το «Εκταιλούντε Μαιταφορέ» έδινε και έπαιρνε σε διάφορες εκδοχές και τα καρότσια, τα οποία οδηγούσαν συμπαθέστατα χαμίνια, μετέφεραν ακόμη και γερόντισσες και γέρους ανήμπορους.

Μεταφορά ηλικιωμένης με κάρο στην Κατοχή.

Ανέσεις κασονιών

Τα καρροειδή κασσόνια γνώρισαν δυσάρεστες… δόξες. Δεν λειτουργούσαν όπως στα πρώτα χρόνια του Όθωνος, όταν οι Αθηναίες μεταφέρονταν στις εσπερίδες του αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ. Στα χρόνια της Κατοχής οι κομψές Αθηναίες των Κουπονιών, των Ποδαράδων, της Νέας Σμύρνης και των άλλων ακραίων περιοχών απολάμβαναν τις… ανέσεις των κασονιών και με τη βοήθεια του.. γκαζοζέν. Κάθε μέρα, γύρω από την κεντρική αγορά των Αθηνών, χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονταν προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα προς το ζην για τους ίδιους και την οικογένειά τους. Υπαίθριοι μικροπωλητές καταλάμβαναν τα πεζοδρόμια και μέρος των οδοστρωμάτων.

 

Έργο του Frederick V. Carabott. Aπό την έκδοση «1941-1945. Ο Πόλεμος ενός εφήβου». Σε πρώτο πλάνο άνθρωπος μεταφέρει νεκρούς με καρότσι καταμεσής της Κατοχής.

Μακάβριες μεταφορές

Απέραντος ήταν ο αριθμός των χειροκίνητων και αυτοσχέδιων καροτσιών που κυκλοφορούσαν ακατάπαυστα πάνω κάτω ολημερίς. Έτοιμα να πραγματοποιήσουν οιαδήποτε εξυπηρέτηση. Πολλές φορές και θλιβερό καθήκον. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του Αντώνη Δούκα στο βιβλίο του «Ένα παιδί της Κατοχής θυμάται…»[3]. Καταγράφει μία εικόνα που είδε τον Αύγουστο του 1941, ανήμερα της εορτής της Παναγίας, στην πλατεία Ομονοίας. Συνάντησε δύο μικρά αγόρια, ξυπόλητα, ρακένδυτα και αδυνατισμένα από την πείνα, να κουβαλούν ένα καρότσι ξύλινο από εκείνα που είχαν μονάχα μία ρόδα μπροστά. Είχαν φορτωμένα δύο πτώματα, τα οποία προφανώς είχαν μαζέψει από κάποιο κοντινό πεζοδρόμιο. Το έσπρωχναν και οι δύο μαζί πηγαίνοντας λίγο παρακάτω που περίμεναν τα κάρα της δημαρχίας. Παρέδωσαν το φορτίο τους σε κάποιον υπεύθυνο και εκείνος τους έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, προφανώς αντίτιμο του κόπου τους…

Η Πλατεία Κολωνακίου τον χειμώνα 1941-1942. Κόσμος χρησιμοποιεί ως μέσο μεταφοράς ξύλινα κιβώτια καρότσια.

«Καρροτσουπόλεις»

Μεγάλη κίνηση από χειροκίνητα καροτσάκια που μετέφεραν ξύλα παρουσιαζόταν στην λεωφόρο Κηφισιάς. Δεν έλειψαν και τα παράπονα ότι έτρεχαν… αφηνιασμένα στην οδό Αδριανού βάζοντας σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα των διαβατών. Τα ίδια συνέβαιναν όμως και στην πόλη του Πειραιώς. Στην πλατεία Ιπποδαμείας, κοντά στην γέφυρα του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, εκεί που άλλοτε άνθιζε το εμπόριο των παλαιών ειδών, παρατάσσονταν το 1942 εκατοντάδες καροτσάκια, δίτροχα και τετράτροχα. Κάθε πρωί από την ανατολή έως την δύση του ήλιου, το τμήμα αυτό του Πειραιά, παρουσίαζε εξαιρετικά ζωηρή κίνηση. Εκεί έφταναν, όσα λαχανικά υπήρχαν για κατανάλωση, από τις περιφέρειες του Αγίου Ιωάννου Ρέντη και του Μοσχάτου. Αλλά και ότι έφτανε με τα καΐκια από τα νησιά εκεί το εξέθεταν για πώληση. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Γ. Άννινος έγραφε πως στην Κατοχή η Αθήνα και ο Πειραιώς είχαν μεταβληθεί σε «Καρροτσουπόλεις»[4].

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 16 Ιανουαρίου 2018.


πηγή:

https://www.taathinaika.gr/aftoschedia-karra-kai-karotsia-sta-chronia-tis-katochis/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

H εικόνα των Αθηνών πριν από δύο αιώνες

H εικόνα των Αθηνών πριν από δύο αιώνες

Όταν η πόλη είχε 1.200 σπίτια


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Δεν διαθέτουμε βεβαίως φωτογραφίες των Αθηνών των ύστερων χρόνων της Τουρκοκρατίας αλλά διαθέτουμε πίνακες που αποτελούν πραγματικά μνημεία ιστορίας. Ένα από αυτά τα εικαστικά τεκμήρια είναι ο  πίνακας που δημοσιεύουμε και περιλαμβάνεται στην έκδοση (Λονδίνο 1813) του Άγγλου πολιτικού και λόγιου, φίλου του λόρδου Βύρωνα John Cam Hobhouse (1786-1896)[1]. Ο ίδιος επισημαίνει πως η απεικόνιση είναι εξαιρετικά ακριβής σε κάθε λεπτομέρειά της και αποδίδει την πραγματική κατάσταση και την όψη της πόλης καλύτερα ακόμη και από ζωντανή περιγραφή της.

Ο ζωγράφος βρισκόταν στις παρυφές του Λυκαβηττού, τον οποίο χαρακτηρίζει απόκρημνο! Διακρίνεται το τείχος που περιέβαλε την πόλη και είχε χτιστεί περίπου σαράντα χρόνια νωρίτερα. Όπως αναφέρει ο Hobhouse, για να κάνει ο περιπατητής τον γύρο του τείχους της πόλης, με γοργό βήμα, ήθελε μόνον σαράντα λεπτά. Παρατηρούμε πως ο καθαρός ορίζοντας επέτρεπε τη θέα προς τη θάλασσα και εμφάνιζε την πόλη ως μικρή συσσώρευση άμορφων οικιών γύρω από την Ακρόπολη. Η πόλη είχε 1.200 με 1.300 σπίτια σύμφωνα πάντα με τον Hobhouse και το καλύτερο σπίτι είχε ο Αρχιεπίσκοπος.

Αναφέρει ακόμη πως οι Τούρκοι είχαν ένδεκα χώρους λατρείας στην πόλη των Αθηνών και πως είχε μόνον τέσσερα κύρια τζαμιά με μιναρέδες. Πλην όμως μια προσεκτική παρατήρηση του πίνακα αποκαλύπτει ότι υπήρχαν τουλάχιστον έξι μιναρέδες. Εννοείται πως η χριστιανική Αθήνα διέθετε πολύ περισσότερες εκκλησίες σε σημείο ώστε ο περιηγητής να γράψει πως η αναλογία τους σε σχέση με τον πληθυσμό ήταν εντυπωσιακή. Αναφέρει δε πως υπήρχαν τριάντα έξι ναοί που ήταν συνεχώς ανοιχτοί και λειτουργούσαν, χωρίς να προσμετρείται το πλήθος των παρεκκλησίων.

Αριστερά διακρίνεται ο σημερινός αποκαλούμενος Ρωσικός ναός της οδού Φιλελλήνων που στεκόταν ακόμη ακέραιος εντός των τειχών της πόλης τα οποία έκλειναν και ένα κομμάτι πεδιάδας άκτιστο και ακαλλιέργητο. Τα σπίτια μόλις φτάνουν στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται η Καπνικαρέα. Η Πύλη του Αδριανού και οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός ήταν πολύ μακριά από τον περίβολο της πόλης. Ως έρημες πεδιάδες που θα χρησίμευαν για την βοσκή των ζώων εμφανίζονται μεγάλοι χώροι. Από το τείχος μέχρι τα μισά περίπου προς την νότια κλιτύ του Λυκαβηττού και από τη Μονή Ασωμάτων (Πετράκη) έως πέρα από τον χώρο που ανεγέρθηκε το Νοσοκομείο Μακρυγιάννη (σήμερα Μουσείο Ακροπόλεως).

Επίσης, το ίδιο ισχύει για την περιοχή που βρίσκεται πιο δυτικά μέχρι τα Ελαιοτριβεία και την περιοχή πίσω από το Λυκαβηττό μέχρι τα Πατήσια. Εννοείται πως αναφερόμαστε σε όλες τις πυκνοκατοικημένες σήμερα περιοχές των Αθηνών. Κάποιος βοσκός εμφανίζεται να στέκεται με τα πρόβατά του κοντά στον ζωγράφο, ο οποίος αγναντεύει την πόλη από τον γυμνό και άγριο ακόμη χώρο του Λυκαβηττού. Πρέπει να φανταστούμε πως στην περιοχή που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο ανεγέρθηκαν αργότερα οι κομψές οικίες του Κολωνακίου, η Δεξαμενή και ο Άγιος Διονύσιος και λίγο πιο μακριά τα Ανάκτορα (σημερινή Βουλή), το Ζάππειο Μέγαρο και οι συνοικίες πέρα από το Στάδιο μέχρι τους Αμπελοκήπους. Δηλαδή οι περιοχές που αργότερα γέμισαν με ζωή, τότε ήταν «αγρία πεδιάς, εν ή σποράδην φαίνονται ολίγα τινά ποίμνια και ελάχιστα δένδρα», όπως έγραφε ο Τ. Φιλήμων[2]!

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 18 Μαΐου 2016


πηγή:

https://www.taathinaika.gr/h-eikona-ton-athinon-prin-apo-dyo-aiones/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


Γιοματάρια και κρασοκατανύξεις ανήμερα του Αγίου Δημητρίου στην παλιά Αθήνα


    Παρέα σε ταβέρνα, πίσω τους τα βαρέλια με το κρασί και δίπλα η λατέρνα (1927). Φωτ. αρχείο Π. Πουλίδη – ΕΡΤ.

Γιοματάρια και κρασοκατανύξεις ανήμερα του Αγίου Δημητρίου στην παλιά Αθήνα


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις αρχές του 20ού αιώνα γιορταζόταν με όμορφα φανταχτερά και πολύχρωμα λουλούδια ή «αγιοδημήτρηδες», όπως τους ήθελε ο λαός. Αλλά την ημέρα αυτή γιόρταζε και ο ελληνικός Διόνυσος, το γιοματάρι, το κρασί από το βαρέλι που μόλις είχε ανοίξει. Γιοματάρι: η λέξη με πέντε φωνήεντα και πέντε σύμφωνα που έκλεινε μέσα της μια ολόκληρη εποχή, καλή για την Ελλάδα και τα παιδιά της. Καλοθύμητη μέρα για τους μπεκρήδες. Ήταν η μέρα που οι πάμπολλοι φίλοι και θαυμαστές της ρετσίνας τρύπωναν στις ταβέρνες με λαχτάρα, για να δοκιμάσουν, να κρίνουν και να βαθμολογήσουν. Μεταξύ τους οι ρετσινοπατέρες γνωρίζονταν. Η γνώμη τους βάραινε για τον κάπελα και την τύχη της ταβέρνας. Από τους μορφασμούς τους εξαρτιόταν το μέλλον των βαρελιών. Όπου υπήρχε καλή ρετσίνα δινόταν το σύνθημα και δεν αργούσαν να καταφθάσουν και να κάνουν έφοδο οι πάσης φύσεως ρετσινολόγοι, για να ακολουθήσουν τα παραπατήματα.

Εξώφυλλο παρτιτιούρας

«Καλά κρασιά»

Είχε γίνει κρασί το σταφύλι, το οποίο είχαν πατήσει στο λινό όμορφες χωριατοπούλες και ύστερα είχε χυθεί στη μεγάλη βαρέλα μούστος και είχε ψηθεί με τη ρετσίνα του αρωματικού πεύκου του ελληνικού βουνού. Είχαν περάσει ήδη 40 μέρες από την μέρα του τρύγου. Ο βαρελάς είχε φροντίσει για το καθάρισμα, πλύσιμο, ξελάσπωμα, καλαφάτισμα και στούπωμα του βαρελιού. Κάπως έτσι έφτανε το απόγευμα του Αγίου Δημητρίου, για να «κελαηδήσουν» τα γιοματάρια και να γεμίσουν τα ποτήρια με τη νέα σοδειά, η οποία ερχόταν σε επαφή με την κατανάλωση στα σπίτια και στα κρασοπουλειά. Παμπάλαιο έθιμο τα γιοματάρια. Ήταν παλιά συνήθεια να δοκιμάζονται τα κρασιά την ημέρα του Αγίου Δημητρίου.

Συνήθεια η οποία κρατήθηκε αμετάβλητη στις παλαιές συνοικίες των Αθηνών (Πλάκα, Ψυρρή, Χριστοκοπίδου, Βλασσαρού, Αλίκοκο) και στα χωριά των Μεσογείων έως τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Περνώντας κανείς τα σοκάκια άκουγε το περίφημο «Καλά κρασιά κουμπάρε», ενώ καλούνταν οι ειδικοί να δοκιμάσουν το γιοματάρι και να ακολουθήσουν άφθονες σπονδές στον Βάκχο. Στα παλιότερα χρόνια το άνοιγμα του βαρελιού αποτελούσε πραγματική μυσταγωγία. Παραμονή του Αγίου Δημητρίου στέλνονταν…. οι φιλικές προσκλήσεις. Ετοιμαζόταν το απαραίτητο μπούτι με σκόρδο, κεφτεδάκια και άλλα μεζεδάκια που τραβούσαν κρασί κι ακολουθούσε το γλέντι[1].

Ταβέρνα στην Πλάκα. Σκίτσο Κ. Δημητριάδη (αρχείο Συλλόγου των Αθηναίων)

Βόλτα στις ταβέρνες

Αν κάνουμε μια βόλτα στην Αθήνα πριν από έναν αιώνα θα βρούμε τους αυτόχθονες να συνεδριάζουν στους υπόγειους ναούς του Βάκχου προσφέροντας σπονδές στον Άγιο Δημήτριο. Στην Πλάκα η τσίκνα από τα κοκορέτσια και η λατέρνα μερακλωμένη με τα τσαρκιά της διασκέδαζε τους θύοντες, οι οποίοι επιδίδονταν με ευλάβεια στην κρασοκατάνυξη. Στους Αγίους Αποστόλους, λατέρνες, μαντολίνα ξεκούρδιστα, κιθάρες χωρίς καντίνι και φωνές βραχνές γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Από τη δύση του ήλιου οι μαχητές των βαρελιών είχαν πάρει τη θέση τους, στις ατραπούς του Ψυρρή από νωρίς γυναίκες και κορίτσια με τα πολυποίκιλα σχολιανά φορέματά τους είχαν καταλάβει τις αυλόπορτες, τα παράθυρα, τις ταράτσες και τα λίγα ακόμη μπαλκόνια. Εξάλλου, στου Ψυρρή βρίσκονταν οι περισσότερες ταβέρνες και σημειώνονταν τα περισσότερα κρούσματα μέθης.

Συχνά ήταν τα καβγαδάκια και στην ήσυχη, τις άλλες ημέρες, γειτονιά του Μεταξουργείου. Στο οινοπωλείο της Γέφυρας, το πιο γνωστό της εποχής, η λατέρνα σκόρπιζε ευθυμία στις παρέες των κρασοπατέρων. Κάπου – κάπου εμφανιζόταν ο ερωτευμένος που έριχνε δύο πυροβολισμούς για την κορδελιάστρα του. Τα ίδια και στην οδό Λένορμαν. Ακόμη και στο πιο «κόσμιο» Κολωνάκι μια παρέα εμποροϋπαλλήλων πολιορκούσε την κατοικία που έμεναν τρεις πεταχτές τσαχπίνες μοδιστρούλες και μία δασκαλίτσα. Οι βραχνές φωνές ξεχώριζαν: «Μια μοδιστρούλα που στέκει απέναντί μου / είναι μια κόρη ωραία και ξανθή / έχει δυό μάτια που μα τη ζωή μου / τρελλαίνετ’ όποιος τα παρατηρεί»! Στη Νεάπολη επικρατούσαν «άσματα εκβεβαχευμένα και καλαμπούρια… μεθυσμένων»[1]. Εκεί ήταν το περίφημο παντοπωλείο με την ονομασία «Πορτ Άρθουρ», το οποίο μανιωδώς πολιορκούσαν οι κρασοπατέρες. Προσπαθούσαν να το ρίξουν έως τα μεσάνυχτα, αλλά στο τέλος έπεφταν οι ίδιοι στις λάσπες, ηρωικά θύματα του Βάκχου και της λατρείας στο αγιοδημητριάτικο κοκκινέλι.

Είσοδος ταβέρνας στου Ψυρρή, σκίτσο Κώστα Δημητριάδη (αρχείο Συλλόγου των Αθηναίων)

Τα ηρωικά θύματα του Βάκχου και της λατρείας

Ο κρασοπατέρας ήταν από τις αγαπημένες μορφές. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου φορούσε τα «καλά» του και γυρνούσε όχι μία, αλλά όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς του για να δοκιμάσει και να τραγουδήσει, να χορέψει και να μεθύσει. Ήταν η μέρα του, η μέρα που όλα του συγχωρούνταν. Μέρα διπλής γιορτής, διπλής χαράς. Οι καινούργιες κάνουλες έμπαιναν σε σπίτια και ταβέρνες. Η ημέρα του Αγίου Δημητρίου ήταν μέρα ελληνική, ντόπια. Συνέχισαν οι Έλληνες να γιορτάζουν στις ταβέρνες και μεταπολεμικά: «Και το σούρουπο σαν πιάνει / βγαίνουν οι θεοί σεργιάνι / και τα κοπανάν για γούρι / στην ταβέρνα του Τζουτζούρη»[1], όπως τραγουδούσε ο Τίμος Μωραϊτίνης. Τώρα πλέον φαίνεται πως το έθιμο ανήκει στην ιστορία και στα παραμύθια.

πηγή:

https://www.taathinaika.gr/giomataria-kai-krasokatanykseis-animera-tou-agiou-dimitriou-stin-palia-athina/#:~:text=%CE%A0%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF%20%CE%AD%CE%B8%CE%B9%CE%BC%CE%BF%20%CF%84%CE%B1%20%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%B1.,%CE%AD%CF%89%CF%82%20%CF%84%CE%B1%20%CF%8


ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.