Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον.
– Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. //
// Happy are the free and free are the brave.
Το πιο παλιό καφενείο της Ελλάδας άνοιξε το 1785 και δεν έκλεισε ποτέ
Σε υψόμετρο 310 μέτρων με άπλετη θέα προς τον Παγασητικό κόλπο , στην κορυφογραμμή του Νότιου Πηλίου, βρίσκεται το αρχοντοχώρι του Νοτίου Πηλίου Λαύκος.
Πρόκειται για ένα πανέμορφο χωριό, με εντυπωσιακή μεγάλη πλατεία, πετρόκτιστες βρύσες και πλακόστρωτα καλντερίμια μέσα από τα οποία ο επισκέπτης μπορεί να ανακαλύψει γνήσια πηλιορείτικα αρχόντικα.
Περπατώντας στις ανθισμένες γειτονιές του χωριού, οι όμορφες μυρωδιές από τις αυλές των σπιτιών και των βοτάνων που ευδοκιμούν σε κάθε γωνιά του Λαύκου αλλά και όλου του Πήλιου, είναι η πιο όμορφη ανάμνηση που θα θυμάσαι για πάντα.
Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν πολλές εκδοχές και απόψεις, η επικρατέστερη όλων όμως αναφέρει πως προέρχεται από την λέξη “γλαύκος” που σημαίνει καθαρός, φωτεινός, όπως άλλωστε και ο ορίζοντας του Λαύκου.
Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι αρχικά εγκαταστάθηκαν στην ρεματιά της Παλιόβρυσης, φοβούμενοι τους επιδρομείς (Τούρκους και πειρατές). Στην συνέχεια, καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι συνθήκες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο παρουσίαζαν βελτίωση, άρχισαν να αυξάνονται οι κάτοικοι του χωριού.
Πανέμορφα αρχοντικά ξεπρόβαλαν από κάθε σημείο του χωριού, τα οποία διατηρούνται με μικρές επεμβάσεις μέχρι και σήμερα. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η πλατεία με τα γιγάντια σκιερά πλατάνια και τα μαγαζάκια.
Ανάμεσα σε αυτά βρίσκεται και το καφενείο του Φορλίδα, το παλιότερο (σύμφωνα με το greekgastronomyguide) καφενείο της Ελλάδας. Σκοτεινό, αλλά με περίεργες ζώνες φωτός από τα μικρά παράθυρα, ένα δάπεδο από παλιά τσιμεντοκονία, στους τοίχους στρώσεις αλλεπάλληλες λουλακιού και ένα ταβάνι που αντέχει με κόπο το βάρος της ιστορίας τόσων χρόνων.
Το καφενείο που άνοιξε το 1785 και από τότε δεν έκλεισε ποτέ, υπήρξε κουρείο και καφενείο μαζί στο παρελθόν. Την εποχή που ο επάνω όροφος λειτουργούσε σαν χάνι, είχε φιλοξενήσει τον Παπαδιαμάντη ντυμένο καλογερόπαιδο, αλλά και τον Βάρναλη όταν ήταν λυκειάρχης στη γειτονική Αργαλαστή. Παλιές ψάθινες καρέκλες, τραπεζάκια με μάρμαρα Πηλίου και στη μέση η ξυλόσομπα.
“To μαγαζί έχει την ιστορία του. Στην γωνία στο βάθος έπινε το κρασάκι του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το «καλογεροπαίδι» όπως τον έλεγαν, όταν ερχόμενος από την Σκιάθο, αποβιβαζόταν στον Πλατανιά, διανυκτέρευε στο Χάνι που βρίσκονταν στον όροφο του καφενέ και από κεί με τα πόδια έφθανε στην Μηλίνα, όπου τον παρελάμβανε το καΐκι για τον Βόλο. Μέχρι το 1960 η σύνδεσή μας με τον Βόλο γινόταν μέσω θαλάσσης. Σύχναζαν και άλλες προσωπικότητες στον καφενέ μας.
Ο Βάρναλης που ήταν γυμνασιάρχης στην Αργαλαστή, αλλά και ο Δερμούζος διευθυντής στο Παρθεναγωγείο Βόλου», λέει ο τωρινός ιδιοκτήτης ο κυρ Μανώλης, η έβδομη γενιά Φορλίδων. Το καλοκαίρι ο πάντα ευγενικός και χαμογελαστός κύριος Μανώλης σερβίρει καφέ και αναψυκτικό κάτω από τα 9 πλατάνια της πλατείας και τον χειμώνα εντός του καφενείου, γύρω από την ξυλόσομπα, με τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους να σε ταξιδεύουν στο παρελθόν.
Οι μετακομίσεις της 1ης Σεπτεμβρίου και το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Πώς η πρώτη μέρα του φθινοπώρου επηρεάστηκε από το κραχ επί Χαριλάου Τρικούπη
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κάθε 1η Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, έντονα τουλάχιστον μέχρι και τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, άλλαζε η όψη της πρωτεύουσας λόγω της συνήθειας των μετοικεσιών. Όλοι άλλαζαν σπίτι. Ήταν ένα φαινόμενο γέννημα της ανάγκης, της καθημερινότητας και των ειδικών συνθηκών που επικράτησαν όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα. Συνδέθηκε, όπως ήταν φυσικό, με τα ζητήματα εκμετάλλευσης της γης.
Η πόλη μεταβαλλόταν σε ένα θέατρο με τετράτροχα και δίτροχα αμάξια, σούστες και κάρα που μετέφεραν στοίβες επίπλων από το ένα σπίτι στο άλλο και από τη μία συνοικία στην άλλη. Τα πάντα βρίσκονταν σε αέναη κίνηση.
Πρόκειται για ένα καθαρά αθηναϊκό έθιμο, το οποίο γεννήθηκε ταυτόχρονα με την ανακήρυξη των Αθηνών ως Πρωτεύουσας και Καθέδρας του Ελληνικού Βασιλείου και επιβίωσε περισσότερο από έναν αιώνα. Άλλοτε σε ακμή και άλλοτε, σε πιο ήπια μορφή.
Συνόδευσε τις περιπέτειες της αθηναϊκής γης, παρακολούθησε την αναγέννηση και την εξάπλωσή της και έσβησε αθόρυβα αφήνοντας ωστόσο πίσω του ίχνη αρκετά για να το ιστορήσουμε.
Οι οικογένειες άφηναν πίσω τις υποχρεώσεις τους και μετακινούνταν από σπίτι σε σπίτι.
Το έθιμο είχε πρωτίστως την κοινωνικο-οικονομική του διάσταση αλλά και την ειδυλλιακή, γραφική του όψη, ιδιαίτερα στις λαϊκές συνοικίες. Με την αφέλεια που χαρακτήριζε την εποχή, τα μέλη της οικογένειας ακολουθούσαν πεζή και πιστά το αμάξι που μετέφερε τα έπιπλα, με τους σκύλους, τις γάτες και τα κατοικίδιά τους. Η επόμενη μέρα τούς έβρισκε με νέους γείτονες, νέο περιβάλλον, νέα πρόσωπα. Ήταν μια όμορφη περιπέτεια η γενική μετοικεσία[1].
Σκίτσο από τον «ΡΩΜΗΟ» του Γ. Σουρή με θέμα τις μετακομίσεις της 1ης Σεπτεμβρίου.
Ίσως ο έμμετρος δημοσιογράφος, ο Γεώργιος Σουρής, μας παρέδωσε την καλύτερη περιγραφή: «Και πάλιν ο Σεπτέμβριος…. τα ίδια και τα ίδια, / Μαλτέζοι και Μανιάτιδες, φωναίς και κουβαλίδια. / Τι πάταγος διαβολικός, τι χάος κυκεώνος, Μετοικεσία γίνεται της νέας Βαβυλώνος / και τρέχουν όλοι σαν τρελλοί κι’ αλλάζουν όλοι σπήτι, ως που να παν μια και καλὴ μες’ στου Δρομοκαΐτη»[2]!
Οπωσδήποτε το φαινόμενο επηρεαζόταν από τις εκάστοτε κρατούσε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Γι’ αυτό τα πράγματα παρουσίαζαν κάποιες ιδιαιτερότητες το 1892-93. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης επί Χαρίλαου Τρικούπη και του «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν» αποτυπώθηκαν και στα ζητήματα που αφορούσαν στην κατοικία. Οι περιγραφές αναφέρουν πως όσα συνέβησαν ήταν άξια να διακωμωδηθούν.
Χαρίλαος Τρικούπης
Όταν κόπαζε ο σάλος από τις μετακομίσεις γινόταν και η αποτίμηση της κατάστασης. Πολλά οικήματα έμειναν ξενοίκιαστα, ιδιαίτερα εκείνα που κόστιζαν πάνω από 150 δραχμές τον μήνα. Αυτό αποδείκνυαν την οικονομική εξαθλίωση στην οποία είχα περιέλθει σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό και πολλές οικογένειες επέλεγαν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους. Επίσης, άλλες οικογένειες διάλεγαν τις κοντινές εξοχές και οι περισσότερες προτιμούσαν τα νέα οικοδομήματα στις απόκεντρες και απομακρυσμένες συνοικίες, όπου τα ενοίκια ήταν φθηνότερα.
Ο τρισκατάρατος Χάβρος που αναθεμάτιζε ο λαός
Εκείνη την εποχή η ελληνική Κυβέρνηση βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη δανείου με τον αγγλικό οίκο Χάμπρο (Hambros Bank), ο Χάβρος όπως τον αποκαλούσε ο ελληνικός λαός. Ο Χάβρος, λοιπόν, για τον απλό κόσμο ήταν μία καταβόθρα που ρουφούσε λεφτά. Αναθεματισμένο τον ανέβαζε, καταραμένο τον κατέβαζε[3].
Υπήρχαν βεβαίως και οι ψύχραιμοι, όπως ο Παύλος Νιρβάνας που αποτιμούσε με ψυχραιμία και ορθότητα τις επιπτώσεις της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Σημείωνε πως οι οικογένειες, παρά το γεγονός ότι αύξαναν σε αριθμό μελών, αναγκάζονταν να στριμωχτούν σε λιγότερα δωμάτια, παραδίδοντας ταυτοχρόνως στοιχεία για το χρώμα και το άρωμα της αθηναϊκής γειτονιάς. Με τον γλαφυρό του τρόπο προσπαθεί να ερμηνεύσει το έθιμο, αποκαλύπτοντας ταυτοχρόνως τις λαϊκές καθημερινές συνήθειες και τα λαϊκά συναισθήματα[4].
*Από το βιβλίο του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ».
Η ηρωική ιστορία του θρυλικού «ξυπόλυτου τάγματος»
«Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει», είχε πει ο Νίκος Καζαντζάκης. Υπάρχει μια περίπτωση στην ελληνική ιστορία που το μπόι του ανθρώπου ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τις ιδέες που είχε.
Γιατί πόσο μπόι μπορεί να έχει ένα παιδάκι 12 ετών που αντιστέκεται στις ναζιστικές ορδές. Που στήνει ενέδρες για ν’ απαλλοτριώσει τρόφιμα, ώστε, να ξεπεινάσει το ίδιο αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι που λιμοκτονούσαν; Που βοηθάει σε αυτή την τρυφερή ηλικία αντιστασιακούς και αντάρτες να διαφύγουν από τον κλοιό των κατακτητών;
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και το πάθος για μια ελεύθερη ζωή ξεπερνούσαν το μπόι των παιδιών του «ξυπόλυτου τάγματος» ή των μικροκαμωμένων σαλταδάρων που στη σκοτεινή περίοδο της ναζιστικής κατοχής, καθημερινά έδιναν ραντεβού με τον θάνατο, τον κοιτούσαν, τον περιγελούσαν και τον αντιμετώπιζαν σα να ήταν το πιο αστείο παιχνίδι που έπαιζαν στους χωματόδρομους.
Γι’ αυτό και η ιστορία κατέταξε όλα αυτά τα παιδιά, ανάμεσα στους μεγαλύτερους ήρωες. Κι ας ήταν το μπόι τους μικρό.
Το «ξυπόλυτο τάγμα» της Θεσσαλονίκης
Μετά την πτώση των οχυρών Ρούπελ οι ναζιστικές ορδές εξορμούν προς τη νότια Ελλάδα. Μπροστάρης σε αυτό το δρομολόγιο του θανάτου η 2η Θωρακισμένη Μεραρχία «Panzer». Πολύκαστρο, λίμνη Δοϊράνης και από εκεί στην κοιλάδα του Αξιού.
Στις 8 Απριλίου του 1941 ο Γερμανικός στρατός βρίσκεται στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης. Ακολουθούν σύντομες διαπραγματεύσεις και ο Έλληνας αντιστράτηγος στρατιωτικός διοικητής της πόλης υπογράφει την άνευ όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης. Από τις 8 το πρωί της 9ης Απριλίου οι στρατιώτες της Βέρμαχτ αρχίζουν να μπαίνουν στην πόλη καταλαμβάνοντας την.
Οι Θεσσαλονικείς ένιωσαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες την μπότα του κατακτητή στο λαιμό τους. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο χειρότερα γινόντουσαν τα πράγματα με τους κατοίκους της πόλης ήδη από το πρώτο διάστημα να έρχονται αντιμέτωποι με την πείνα.
Από τις πρώτες κινήσεις των Γερμανών ήταν η εκκένωση δημόσιων κτιρίων, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν για τις δικές τους ανάγκες. Ανάμεσα στα κτίρια που άδειασαν ήταν και μερικά ορφανοτροφεία. Έτσι εκατοντάδες μικρά παιδιά, βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη μόνα τους στους δρόμους της πόλης. Ρακένδυτα, χωρίς παπούτσια και δίχως πρόσβαση σε τροφή.
Λένε πως η ανάγκη γεννά τους ήρωες και κάπως έτσι φαίνεται πως λειτούργησε και σε αυτή την περίπτωση. Μια μεγάλη ομάδα από αυτά τα παιδιά, περίπου 160, αποφασίζει να οργανωθεί. Όχι, δεν πήραν τα όπλα. Έκαναν αυτό που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Έβλεπαν τα γερμανικά καμιόνια γεμάτα φαγητά και αποφάσισαν πως αν είναι να πεθάνουν, θα πεθάνουν προσπαθώντας να ζήσουν.
Δημιουργούν μικρότερες ομάδες, πολλές από τις οποίες είχαν στρατιωτική δομή και πειθαρχία και αποφασίζουν να δράσουν. Ελέγχουν τα δρομολόγια που κάνουν τα γερμανικά καμιόνια, καταγράφουν τις στάσεις που κάνουν και παρατηρούν τις συνήθειες των στρατιωτών. Όταν νιώθουν πως όλα είναι έτοιμα, κάποια από τα πιτσιρίκια σκαρφαλώνουν στις καρότσες και πετάνε σε άλλα πιτσιρίκια που περιμένουν έξω από τις καρότσες ότι είναι φαγώσιμο και μπορούν να το αρπάξουν. Στη συνέχεια όλοι μαζί, «εξαφανίζονται» και απολαμβάνουν τα αγαθά της απαλλοτρίωσης τους.
Δεν κρατάνε τα αγαθά, όμως, μόνο για τους εαυτούς τους. Μοιράζουν πολλά σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη. Είτε είναι παιδιά της ηλικίας του, είτε μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι. Την ίδια τακτική ακολουθούν και στις αποθήκες των μαυραγοριτών. Τις αδειάζουν με τον ίδιο τρόπο.
Όταν η δράση τους άρχισε να γίνεται αντιληπτή από τους ναζί τα μέλη του «ξυπόλυτου τάγματος» ήρθαν αντιμέτωπα με τα όπλα. Πολλά ήταν τα παιδιά που εκτελέστηκαν. Τα περισσότερα επί τόπου. Με μια σφαίρα στην πλάτη την ώρα που προσπαθούσαν να διαφύγουν. Η δράση τους, ωστόσο, συνεχίστηκε μέχρι την ημέρα που οι Γερμανοί έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη. Ο μύθος του «ξυπόλυτου τάγματος» γιγαντώθηκε μετά την απελευθέρωση και έγινε, μάλιστα, ακόμα και ταινία (1954) η οποία ήταν η πρώτη ελληνική που βραβεύτηκε σε διαγωνισμό στο εξωτερικό.
Οι σαλταδόροι της Αθήνας
«Τρεις φίλοι απ’ τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι – χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι. Και μύρισε, θεούλι μου, ο δρόμος μακαρόνι – Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη», λέει ένα τραγούδι της εποχής. Τους στίχους, τους έγραψε ένας πραγματικός σαλταδόρος, ο στιχουργός Ξενοφών Φιλέρης.
Στην Αθήνα δεν υπήρχε το «ξυπόλυτο τάγμα». Οι ανάγκες για τροφή, ωστόσο, στην κατεχόμενη πρωτεύουσα ήταν οι ίδιες. Οι άνθρωποι πέθαιναν στη μέση του δρόμου και τα γερμανικά καμιόνια, όπως και οι αποθήκες των μαυραγοριτών, φάνταζαν και ήταν ο ιδανικός στόχος.
Κάπως έτσι άρχισαν τη δράση τους οι σαλταδόροι. Νεαροί, δηλαδή, που ήταν οι μάγκες της εποχής και που αποφάσισαν να δράσουν. Η τακτική τους ίδια με αυτή του «ξυπόλυτου τάγματος» της Θεσσαλονίκης.
Μια χούφτα πιτσιρικάδες που αγνόησαν τους πάνοπλους ναζί στρατιώτες, οργανώνοντας μικρές ομάδες που με καταδρόμικες επιθέσεις άρπαζαν ότι μπορούσαν. Σχεδόν κάθε γειτονιά της Αθήνας είχε και μια τέτοια ομάδα. Η πιο γνωστή και θρυλική απ’ όλες αυτή του Βύρωνα, ενώ ακολουθούσαν επάξια εκείνες στην Καισαριανή, τα Πετράλωνα, όπου βρισκόταν μια από τις πιο γνωστές κρυψώνες αγαθών, τον Πειραιά και τα δυτικά της πόλης.
Ονομάστηκαν σαλταδόροι επειδή δεν δίσταζαν να… σαλτάρουν πάνω στα γερμανικά καμιόνια όταν αυτά ήταν εν κινήσει και έκοβαν λίγη από την ταχύτητά τους σε ανηφόρες ή στροφές!
Οι Αθηναίοι σαλταδόροι, ωστόσο, εκτός από τρόφιμα ή άλλα είδη πρώτης ανάγκης είχαν προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω. Αν έβρισκαν μέσα στα γερμανικά καμιόνια, άρπαζαν και οπλισμό! Οτιδήποτε μπορούσαν να κουβαλήσουν. Στη συνέχεια τα έδιναν σε αντιστασιακούς και αντάρτες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, πως πολλοί από τους ατρόμητους πιτσιρικάδες αργότερα βρέθηκαν να πολεμάνε μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ ή να είναι μέλη του ΕΑΜ.
Οι πράξεις τους, μάλιστα έγιναν και λαϊκά τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν ένα ζεϊμπέκικο του Γιώργου Μητσάκη, με τον τίτλο «Κατοχή στην Τρούμπα» που τραγούδησε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος. «Ήταν Κατοχή, κι έπεφτε βροχή, ητανε βαθύ σκοτάδι, στη Τρούμπα κάθε βράδυ. Κι εμείς για ντου πηγαίναμε, σαλτάραμε και κλέβαμε, παρέα ήτανε με μας κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς. Ήταν Κατοχή, πείνα και βροχή», ενώ γίνεται αναφορά και σε ονόματα: «Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα, τον φάγανε για ψίχουλα, και τον βαρκάρη το Θωμά που έπαιζε τον μπαγλαμά»!
Στο τραγούδι «το πιτσιρίκι» του Γιώργου Ζαμπέτα περιγράφεται η σύλληψη και η απόδραση ενός σαλταδόρου πιτσιρικά. «Πιτσιρίκι με λαγού περπατησιά, εξυπνάδα Μωραΐτη, Μακεδόνα λεβεντιά, ένα πιτσιρίκι που `χει αντρική καρδιά, πονηριά Κεφαλλονίτη, Κρητικού παλικαριά»!
Τόπος συγκέντρωσης των σαλταδόρων ήταν το Ζάππειο. Εκεί αντάμωναν τα πρωινά για να χωριστούν στη συνέχεια σε μικρότερες ομάδες ανά δύο ή το πολύ ανά τρεις. Είχαν εφεύρει τρεις λέξεις για να συνεννοούνται μεταξύ τους: Η πρώτη ήταν το λίιου (για να βιαστούν οι αργοπορημένοι και να ενωθούν με τους υπόλοιπους διότι όλα είναι έτοιμα), η δεύτερη το ντουντουντου (όταν δεν έβλεπε κανείς και γινόταν το σάλτο) και η τρίτη το χάπατες (όταν υπήρχε κάποιος κίνδυνος).
Το κυνήγι του «θησαυρού» γινόταν στα μέρη που σίγουρα σύχναζαν Γερμανοί και Ιταλοί: Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», Παναθηναϊκό Στάδιο, Κολυμβητήριο, Στύλοι Ολυμπίου Διός, Ακρόπολη και ξανά πίσω. Σημαντικό σημείο επίσης ήταν η Ομόνοια. Στην πλατεία τα καμιόνια έκοβαν ταχύτητα, το σάλτο γινόταν και μέχρι το καμιόνι να βγει στην Πειραιώς ή σε άλλο κεντρικό δρόμο η… δουλειά είχε τελειώσει.
Και εδώ οι απώλειες ήταν πολλές. Ο… αρχισαλταδόρος Φώντας που σκοτώθηκε στο Βοτανικό ή ο Τζίμης που άρπαξε μια κουραμάνα και εκτελέστηκε εν ψυχρώ στη μέση της Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας.
Ο φοβερός λιμός του 1941-1942 στην κατεχόμενη Ελλάδα
Πώς ξέσπασε; - Η τραγική κατάσταση που επικρατούσε, μέσα από μαρτυρίες συγγραφέων της εποχής - Φρικιαστικά περιστατικά που συγκλονίζουν - Η απάνθρωπη συμπεριφορά των Γερμανών - Πόσα ήταν τα θύματα;
Μία από τις μεγαλύτερες συμφορές του ελληνικού λαού στα χρόνια της Κατοχής ήταν ο φοβερός λιμός του 1941-1942 ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 300.000 άτομα και προκάλεσε σοβαρές ασθένειες σε περίπου 1.500.000.
Πώς φτάσαμε στον λιμό;
Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, τον Μάιο του 1941 άρχισε να παρουσιάζεται έλλειψη των απαραίτητων ειδών για τη διατροφή και τη συντήρηση του ελληνικού λαού. Με τις επιτάξεις, τις δεσμεύσεις και τα διάφορα περιοριστικά μέτρα, αλλά και τη σπάταλη έκδοση από τους επιδρομείς χαρτονομίσματος για την ευχέρεια αγοράς και αποστολής στο εξωτερικό μεγάλων ποσών των υπαρχόντων αποθεμάτων τροφίμων και διάφορων εμπορευμάτων, αυτά κυριολεκτικά αρπάχτηκαν. Έτσι, ο πληθυσμός στερήθηκε σχεδόν τα πάντα.
Τα είδη πρώτης ανάγκης (κρέας, γάλα, βούτυρο, λάδι κ.λπ.) παραλαμβάνονταν κατευθείαν από τους τόπους παραγωγής από τους κατακτητές και μεταφέρονταν στις αποθήκες. Τα εστιατόρια έπαψαν να μαγειρεύουν, ενώ οι αποθήκες έκλεισαν. Η εξεύρεση σιταριού, φασολιών ή ψωμιού ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Μόνο στην επαρχία μπορούσε να προμηθευτεί κάποιος μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων. Έπρεπε όμως να κάνει επικίνδυνα ταξίδια σε μακρινά μέρη… Παιδιά σε άθλια κατάσταση κατά την Κατοχή Το χρήμα δεν είχε πλέον καμία αξία. Όσοι είχαν να διαθέσουν τρόφιμα για πώληση ζητούσαν να πληρωθούν είτε σε χρήμα είτε σε είδος. Σταδιακά, ταξίδια στην επαρχία ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνουν. Όσα αποθέματα υπήρχαν εξαντλήθηκαν. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα τρέφονταν μόνο με φρούτα και λαχανικά, καθώς τα εισοδήματα, από μισθούς, ημερομίσθια, συντάξεις και ενοίκια είχαν εξανεμισθεί.
Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια είχαν διακοπεί. Σταδιακά άρχισε να διαγράφεται το φάσμα της πείνας. Τα παιδιά ήταν από τα πρώτα θύματά της. Περιφέρονταν πεινασμένα, ρακένδυτα και ξυπόλυτα ψάχνοντας στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε. Κόκαλα, φλούδες οπωρικών και υπολείμματα φαγητών ήταν η μοναδική τροφή πολλών. Στα πεζοδρόμια άρχισαν να πέφτουν πολλοί λιπόθυμοι από την πείνα, ενώ οι πλέον αδύνατοι οργανισμοί υπέκυπταν στο μοιραίο…
Στους δρόμους άρχισε να εμφανίζεται το ανατριχιαστικό και μακάβριο θέαμα των νεκρών που μεταφέρονταν για ταφή με δίτροχα ξύλινα καρότσια και με κάρα της καθαριότητας. Οι νεκροί στοιβάζονταν, αρχικά κατά δεκάδες και αργότερα κατά εκατοντάδες σε νεκροταφεία άταφοι, καθώς δεν υπήρχαν αρκετοί νεκροθάφτες για να τους θάψουν! Ελληνόπουλα της ΚατοχήςΜοιραία, ο κόσμος άρχισε να τρώει ό,τι πίστευε ότι θα χορτάσει την πείνα του. Χόρτα, λαχανίδες, βαλανίδια (!), λούπινα, ακόμα και ρίζες φυτών. Η πείνα γινόταν όλο και πιο εφιαλτική. Ο δριμύς χειμώνας του 1941-1942 ανάγκασε ακόμα και τους πλέον εύπορους να ξεπουλήσουν τα πάντα. Καθώς δεν γινόταν τακτική διανομή ψωμιού και υπήρχε έλλειψη λαδιού (το δέσμευαν οι κατακτητές) και λιπαρών ουσιών, πολλοί έπαθαν αβιταμίνωση και πέθαναν.
Όταν ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται καθημερινά 2.500-3.000 θερμίδες, οι περισσότεροι, με τη χορτοφαγία έφταναν οριακά τις 1.000 θερμίδες. Στα ελάχιστα κέντρα συσσιτίων το … καθημερινό μενού ήταν το εξής: κολοκύθια 100 δράμια, ντομάτα 3 δράμια και κρεμμύδια 8 δράμια (χωρίς λάδι). Να σημειώσουμε ότι η οκά είχε 400 δράμια και ισοδυναμούσε με 1.282 γραμμάρια.
Οι συνολικές θερμίδες από το συσσίτιο αυτό ήταν 290, από τις οποίες μόνο οι 200 ήταν αξιοποιήσιμες από τον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι τρέφονταν για μήνες 500.000 βρέφη, 500.000 νήπια, 1.200.000 παιδιά και πολλοί έφηβοι που χρειάζονταν τα λευκώματα. Οι συνέπειες του υποσιτισμού από τον λιμό επέδρασαν δυσμενέστατα στην υγεία των Ελλήνων. Αυξήθηκαν κατά πολύ τα έλκη του στομαχιού και του δωδεκαδάκτυλου, καθώς και διατρήσεις του.
Επίσης, αθρόες διατρήσεις εντέρων, αποστήματα, φλεγμονές, ψευδάνθρακες, μαστίτιδες, κρυοπαγήματα, εντερίτιδες, οιδήματα, αναζωπύρωση της ελονοσίας και επέκταση της φυματίωσης. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 200.000 έπαθαν φυματίωση κατά την Κατοχή. 300.000 πέθαναν από πείνα και 1.500.000 αρρώστησαν λόγω υποσιτισμού. Ευτυχώς η αποστολή τροφίμων και φαρμάκων από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό από τον Μάρτιο του 1942 βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση. Συσσίτιο στα κατοχικά χρόνιαΦοβερές σκηνές από τον μαρτυρικό χειμώνα 1941-1942
Η αβάσταχτη πείνα, ανάγκασε πολλούς να τρώνε τα πάντα, αγνοώντας ή αψηφώντας τους κινδύνους. Έτσι, παρουσιάστηκαν δηλητηριάσεις, όπως π.χ. λαθυρισμός από το λαθούρι, με παράλυση των κάτω άκρων, ατροπισμός από το φυτό ευθάλεια (άτροπος ή μπελαντόνα κ.ά.). Τα περιστατικά που περιγράφονται από πολλούς που έζησαν εκείνη την εποχή είναι απίστευτα.
Στα σκουπίδια οι άνθρωποι αναζητούσαν φλούδες από πατάτες και πορτοκάλια, σάπιες ελιές, κόκαλα ή το κοτσάνι της λαχανίδας. Στο βιβλίο του «Το λιθάρι του Σισύφου» ο Επίτιμος Εισαγγελέας Εφετών Παύλος Δελαπόρτας περιγράφει ένα περιστατικό στην οδό Νικηταρά, όπου ένας σκύλος, ξαπλωμένος στον δρόμο κρατούσε στο στόμα του ένα μακρύ κόκαλο από κατωσάγονο αλόγου και προσπαθούσε να μασουλήσει τα τραγανά μέρη του που είχαν απομείνει. «Ένας άνθρωπος ρίχτηκε στον σκύλο, κατάφερε και του πήρε το κατωσάγονο… για να φάει εκείνος τα τραγανούλια».
Άλλη μία συγκλονιστική μαρτυρία είναι αυτή του γιατρού και μετέπειτα βουλευτή Ιάκωβου Διαμαντόπουλου. Στη γωνία των οδών Χάριτος και Λουκιανού στο Κολωνάκι, ένας ηλικιωμένος «κρατούσε» με το μπαστούνι του μια φλούδα πορτοκαλιού την οποία… διεκδικούσε κι ένας σκύλος… Αθηναίοι ψάχνουν για τρόφιμα στα σκουπίδιαΕκτός από τις μάχες στα σκουπίδια, συνέβησαν κι άλλα τραγικά γεγονότα τον χειμώνα του 1941-1942, ιδιαίτερα από τον Γενάρη του 1942 και μετά. Ο Γιάννης Καιροφύλακας γράφει ότι πολλοί Αθηναίοι έτρωγαν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, κρέας αλόγου, βρίσκοντάς το νοστιμότατο. Επιτήδειοι μαυραγορίτες έπαιρναν και σκότωναν ετοιμοθάνατα γέρικα άλογα και το κρέας τους το μοσχοπουλούσαν για μοσχάρι.
Κάποια στιγμή, τα άλογα τελείωσαν. Φαίνεται ότι άρχισαν ορισμένοι να πουλάνε σκυλίσιο κρέας! Από δικές στο Αισχροδικείο, που λειτούργησε τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, επιβεβαιώθηκε η κατανάλωση αλογίσιου και σκυλίσιου κρέατος! Τον Ιανουάριο του 1942, ένας μαυραγορίτης δικάστηκε επειδή πουλούσε σκυλίσιο κρέας, ως κρέας αρνιού! Ένας αστυφύλακας μάρτυρας κατέθεσε ότι τον έπιασε επ’ αυτοφώρω να σφάζει σκύλους! Τελικά, αποδείχθηκε ότι τους σκύλους τους έτρωγε ο ίδιος και γι’ αυτό τους έκρυβε!
Συγκλονιστικά είναι όσα γράφει στα βιβλία της η Ρίτα Μπούμη-Παπά: «Χωσμένοι στα δοχεία των σκουπιδιών, περιτριγυρισμένοι απ’ τα σκυλιά που απόμειναν, γλείφουνε κόκαλα και μασουλάνε τσόφλια. Διαλέγουν, ξεδιαλέγουν σάπιες ουσίες, γεμίζουν κάτι σακουλάκια βρόμικα, τις τσέπες τους, με τσόφλια και καμιά τσάντα χόρτα. Κανένα φύλλο λαχανίδας. Αν βρουν ένα λιγδιασμένο χαρτί, το πιπιλάνε με μανία. Τους βρίζουνε οι περαστικοί. Πολλοί φτύνουν κατάχαμα με σιχασιά, καθώς τους βλέπουνε…».
Και ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα της Ρίτας Μπούμη-Παπά: «Αν έχεις κότσια κι όρεξη να κάνεις μια δυο βόλτες στην Αθήνα θα δεις με τα μάτια σου πόσο φρικτό κακούργημα είναι ο πόλεμος. Λιτανείες από σκέλεθρα και βρικολάκους. Λάζαροι(αποσκελετωμένοι άνθρωποι) πλήθος, πιάνονται αγκαλιά για στήριγμα, πλανιούνται στους κεντρικούς δρόμους και κλαίνε με παράπονο που σφάζει. Και λες: από μουστακαλήδες άντρες βγαίνει ένα τέτοιο κλάμα ή από μικρά παιδάκια;». Ένα σκελετωμένο παιδί στην ΚατοχήΗ ταφή των νεκρών
Ένα ακόμα σοβαρότατο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν οι άταφοι νεκροί από την πείνα. Σε δρόμους, πλατείες και αυλές σπιτιών ακόμα, άνθρωποι ξεψυχούσαν καθημερινά. Πτώματα παρέμεναν εκεί, μέχρι να περάσει κάρο της Δημαρχίας για τα μαζέψει και να τα μεταφέρει στα νεκροταφεία. Κι εκεί υπήρχε πρόβλημα όμως: οι νεκροθάφτες ήταν λίγοι, εξαντλημένοι κι αυτοί από την πείνα και οι νεκροί πολλοί. Άλλοι άφηναν νεκρούς συγγενείς τους έξω από νοσοκομεία και άλλοι έξω από τα νεκροταφεία εξαφανίζοντας τις ταυτότητές τους για να οικειοποιηθούν το συσσίτιο που δικαιούνταν.
Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι πέθαναν στην Κατοχή από την πείνα: Ηλίας Βουτιερίδης (1941), Ιωάννης Γρυπάρης, Ρώμος Φιλύρας, Μιχάλης Αργυρόπουλος και Αναστάσιος Δρίβας (1942), Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αντώνης Τραυλαντώνης και Κωστής Παλαμάς (1943). Αναφέρουμε τέλος ότι υπήρχαν περιοχές, όπως το Περιστέρι, όπου οι νεκροί θάβονταν κατά μήκος των δρόμων. Το κάρο του Δήμου μεταφέρει νεκρούςΗ απίστευτη σκληρότητα των Γερμανών
Είναι γνωστή η βαρβαρότητα των Γερμανών κατακτητών. Παραθέτουμε μερικά περιστατικά που δείχνουν το μέγεθός της. Όπως αναφέρει ο αντιστασιακός Α. Κοτρώσης, ένα κρύο και βροχερό χειμωνιάτικο πρωινό, δύο παιδιά, ένας 16χρονος και ένας 12χρονος ο Μιχαλάκης, έσπευσαν νωρίς-νωρίς να φάνε ό,τι βρουν στα σκουπίδια. Όμως δεν μπόρεσαν να χορτάσουν και έκαναν κάτι τολμηρό.
Σκαρφάλωσαν σε ένα γερμανικό όχημα που μετέφερε κουραμάνες και προσπάθησαν να πάρουν μερικές. Στάθηκαν όμως άτυχοι. Τους είδαν οι Γερμανοί και τους κυνήγησαν. Ένας Ναζί έπιασε τον Μιχαλάκη, του άρπαξε το χέρι, το έφερε στο γόνατό του και το έσπασε! Ο μικρός ούρλιαξε και έπεσε κάτω λιπόθυμος. Ο Γερμανός απτόητος ανέβηκε στο αυτοκίνητο και συνέχισε τον δρόμο του… Την ίδια ώρα, στο εστιατόριο «Αβέρωφ» στην οδό Σταδίου που είχε μετονομαστεί σε «Σολντενχάιμ», έτρωγαν μόνο στρατιωτικοί του Ράιχ.
χ. Παιδιά περιμένουν να εργαστούν στη διάρκεια της ΚατοχήςΑθηναίοι περνούσαν έξω απ’ αυτό και ζαλίζονταν από τις μυρωδιές. Τα παιδιά ικέτευαν για μια κουραμάνα ή μια κονσέρβα. Οι Γερμανοί τα έδιωχναν με τις άγριες φωνές τους. Μόνο κάποιοι Αυστριακοί πετούσαν ένα κομμάτι κουραμάνας στα παιδιά… Ανάλογη κατάσταση επικρατούσε και στα άλλα εστιατόρια όπου έτρωγαν οι Γερμανοί. Κάποιοι Ναζί αξιωματικοί πέταγαν αποφάγια από τα μπαλκόνια στα παιδιά και διασκέδαζαν βλέποντάς τα να τσακώνονται. Ο Μαρκ Μαζάουερ που αναφέρει το παραπάνω συμβάν γράφει και κάτι ακόμα: οι στρατιώτες που έτρωγαν ελιές στον δρόμο ακολουθούνταν από πολλά παιδιά.
Μόλις ο στρατιώτης έφτυνε ένα κουκούτσι ελιάς, τα παιδιά έτρεχαν να το πιάσουν· το πιο γρήγορο το έβαζε στο στόμα του και το έγλειφε μέχρι να μείνει μόνο το ξύλο, ο πυρήνας της ελιάς. Τέλος, ο Ιάκωβος Διαμαντόπουλος αναφέρεται στον πυροβολισμό που δέχτηκε από έναν αδίστακτο Ναζί έξω από το εστιατόριο «Αβέρωφ» ένα παιδί που έγλειφε ένα πεταμένο κόκαλο που μόλις είχε βγάλει από έναν κάδο σκουπιδιών. Οι Ναζί υψώνουν τη σβάστικα στην ΑκρόποληΗ έλλειψη θέρμανσης, ένδυσης και υπόδησης τον φοβερό χειμώνα του 1941-1942
Εκτός από την έλλειψη τροφίμων, οι Αθηναίοι τον χειμώνα του 1941-1942 είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και το δριμύ ψύχος. Ως μέσα θέρμανσης χρησιμοποιούνταν τότε τα μαγκάλια και τα καυσόξυλα ήταν δυσεύρετα. Κάποιοι αφαιρούσαν με τσεκούρια τον φλοιό δέντρων και θάμνους από το πάρκο του Ψυχικού. Άλλοι κλάδευαν δέντρα μέσα στην Αθήνα, παριστάνοντας τους υπαλλήλους του Δήμου, αλλά φυσικά τα κλαδιά που έκοβαν κατέληγαν στα μαγκάλια τους! Γι’ αυτό η Δημοτική Αρχή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ανέφερε ότι πρέπει να ζητείται η ταυτότητα των «κλαδευτών».
Ένα άλλο τραγικό φαινόμενο περιγράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά στο διήγημά της: «Στις σκάρες της Ομόνοιας». Δεκάδες άνθρωποι τυλιγμένοι με κουρέλια αναζητούσαν λίγη ζεστασιά στις σκάρες της Ομόνοιας. Όταν πέθαινε κάποιος, ένας αστυνομικός τον απομάκρυνε και τη θέση του έπαιρνε ο επόμενος. Οι νεότεροι παραχωρούσαν τη σειρά τους σε ηλικιωμένους.
«Σαν πέθαινε ο ένας, τα (ενν. ρούχα) μοιράζονταν οι πιο τσίτσιδοι. Στον πεθαμένο άφηναν το σώβρακο. Ή ένα τύλιγμα μονάχα στα σκέλια του. Τίποτ’ άλλο», γράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά. Προβλήματα υπήρχαν όμως στην ένδυση και την υπόδηση. Οι γυναίκες έραβαν παλτά από παλιές κουβέρτες. «Γυρίζονταν» από την άλλη πλευρά κουστούμια, ενώ τα άσπρα σακιά της ζάχαρης γίνονταν εξαιρετικά καλοκαιρινά κουστούμια! Οι νεαροί πήγαιναν προσκοπικά καπέλα σε καπελάδες που τα έβαφαν μπλε και τα μετέτρεπαν σε καβουράκια, που έγιναν πολύ της μόδας επίσης.
Κι επειδή τα δέρματα είχαν αρπαχτεί από τους κατακτητές, φτιάχνονταν παπούτσια από άχρηστα λάστιχα αυτοκινήτων, ενώ πολλές και πολλοί φορούσαν ξύλινα τσόκαρα ή τσουβάλια και κουρέλια δεμένα με σπάγκο, αντί για παπούτσια. Η ώρα του φαγητού...Επίλογος
Αυτή ήταν μια αδρή περιγραφή του εφιαλτικού χειμώνα 1941-1942, που είχε σαν αποτέλεσμα 300.000 Έλληνες και Ελληνίδες να χάσουν τη ζωή τους. Όσα διαβάσατε είναι ανατριχιαστικά, αλλά η αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, πρέπει να λέγεται ή να γράφεται. Η συμπεριφορά των Γερμανών αποδεικνύεται ότι ήταν ακόμα πιο βάρβαρη απ’ ότι νόμιζαν πολλοί. Ας θεωρήσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς που καταστάσεις σαν αυτές που αναφέραμε θεωρούνται και είναι αδιανόητες για την εποχή μας και ας ευχηθούμε να μην επαναληφθούν ποτέ και για κανένα, στο άμεσο ή στο μακρινό μέλλον.
Βασική πηγή του άρθρου μας ήταν το βιβλίο του Θεόδωρου Ι. Βαϊνά «Εγκλήματα ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΠΛΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1941-1949», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2023 Ευχαριστούμε θερμά τον εκδότη κύριο Ιωάννη Χρ. Γιαννάκενα για την πολύτιμη βοήθειά του.
Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον.
– Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. //
// Happy are the free and free are the brave.